- Ιράν
- Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν
Παραδοσιακή ονομασία: Περσία
Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 65.540.226 (2002)
Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία, στα ΒΔ με την Τουρκία, στα Δ με το Ιράκ, στα Α με το Αφγανιστάν και στα ΝΑ με το Πακιστάν. Στα Ν βρέχεται από τον Περσικό κόλπο και τον Ινδικό ωκεανό (Κόλπος του Ομάν) και στα Β από την Κασπία θάλασσα.Τα σημερινά σύνορα χαράχτηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο όταν, με την πτώση της τσαρικής αυτοκρατορίας, στη Ρωσία, χαλάρωσε η διπλή βρετανική και ρωσική πίεση που είχε οδηγήσει από το 1907 σε διαμελισμό της χώρας ανάμεσα στις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις (ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός) και στην απώλεια της παλιάς βόρειας μεθορίου που οριζόταν από τον Αμού Νταριά, με τον διαμελισμό μεγάλου μέρους της Χορασάν ανάμεσα στο Αφγανιστάν και στη μόλις αναδυθείσα Σοβιετική Ένωση. Ασαφή είναι τα σύνορα με την Τουρκία (συμφωνία της Τεχεράνης, 1932) στα ΒΔ και με το Αφγανιστάν στα Α. Τα τελευταία συμπίπτουν κατά ένα μέρος με τους ποταμούς και άρχισαν να καθορίζονται από τον 18ο αι. σταδιακά, καθώς οι αφγανικές φυλές διαφοροποιούνταν από τις άλλες εθνότητες.
Επίσης, πολύ παλιά είναι τα σύνορα με το Τουρκμενιστάν, που ορίζονται κατά ένα μέρος από τις κορυφογραμμές του Κοπέτ Νταγ και, ανάμεσα στα βουνά και στην Κασπία, από ένα παλαιό τείχος (Σαντ-ε-Ισκέντερ).Το Ι. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 28 διοικητικές περιφέρειες που ονομάζονται οστάν (σε παρένθεση η ιρανική ονομασία, η πρωτεύουσα και εκτιμήσεις για τον πληθυσμό των οστάν το 2002): Αρνταμπίλ (Αrdabil, Αρνταμπίλ, 1.204.410), Γιαζντ (Υazd, Γιαζντ, 841.370), Γκιλάν (Gilan, Ραστ, 2.310.033), Γκολεστάν (Golestan, Γκοργκάν, 1.555.058), Δυτικό Αζερμπαϊτζάν (Αzarbayjan-e Gharbi, Ορουμιγιέ ή Ρεζαγιέ, 2.774.804), Ζανζάν (Ζanjan, Ζανζάν, 936.985), Ιλάμ (Ιlam, Ιλάμ, 550.971), Ισπαχάν (Εsfahan, Ισπαχάν, 4.316.767), Καζβίν (Qazvin, Καζβίν, 1.066.317), Κεντρικό Αζερμπαϊτζάν (Αzarbayjan-e Sharqi, Ταμπρίζ ή Ταυρίδα, 3.378.242), Κερμάν (Κerman, Κερμάν, 2.215.376), Κερμανσάχ ή Μπαχταράν (Κermanshah ή Βakhtaran, Κερμανσάχ, 1.962.176), Κομ (Qom, Κομ, 971.280), Κουρδιστάν (Κordestan, Σαναντάζ, 1.492.007), Κοχγκιλουγιέ-Μπουγιέρ Αχμάντ (Κohgiluyeh va Βuyer Αhmad, Γιασούζ, 627.517), Λορεστάν (Lorestan, Χοραμαμπάντ, 1.671.706), Μαζανταράν (Μazandaran, Σαρί, 2.742.885), Μαρκαζί (Μarkazi, Αράκ, 1.300.778), Μπουσέχρ (Βushehr, Μπουσέχρ, 796.639), Σεμνάν (Semnan, Σεμνάν, 563.959), Σιστάν-Βελουχιστάν (Sistan va Βaluchestan, Ζαχεντάν, 2.086.170), Τεχεράνη (Τehran, Τεχεράνη, 11.689.301), Φαρς (Fars, Σιράζ, 4.135.251), Χαμαντάν (Ηamadan, Χαμαντάν, 1.718.627), Χαχάρ Μαχάλ-Μπαχτιαρί (Chahar Μahall va Βakhtiari, Σαρ-ε-Κορντ, 794.077), Χορασάν (Κhorasan, Μασχάντ, 6.094.888), Χορμοζγκάν (Ηormozgan, Μπαντάρ Αμπάς, 1.235.816), Χουζιστάν (Κhuzestan, Αχβάζ, 4.506.816). Κάθε οστάν διοικείται από έναν γενικό κυβερνήτη (οσταντάρ). Η οστάν, με τη σειρά της, διαιρείται σε διάφορες σαχρεστάν, καθεμία από τις οποίες διοικείται από έναν φορμαντάρ (νομάρχη). Τέλος, η σαχρεστάν υποδιαιρείται σε μπαχσχά (διαμερίσματα), που διοικούνται από μπαχσντάρ και σε ντεχεστάν (ομάδες χωριών) υπό τον ντεχντάρ. Τα χωριά, που είναι η πιο παλιά ενότητα της ιρανικής κοινωνίας, διαθέτουν όλα έναν αρχηγό. Όλοι αυτοί οι διοικητικοί λειτουργοί διορίζονται από την κεντρική κυβέρνηση, εκτός από τους αρχηγούς των χωριών για τους οποίους ισχύουν κληρονομικοί ή τοπικοί κανονισμοί. Επιπλέον, στη χώρα υπάρχουν διάφορες νομαδικές φυλές, που διοικούνται σύμφωνα με δικές τους συνήθειες, και αξιοσημείωτες εθνικές μειονότητες.Επίσημη γλώσσα είναι τα σύγχρονα περσικά ή φαρσί. Η περσική γλώσσα και οι περσικές διάλεκτοι χρησιμοποιούνται ως πρώτη γλώσσα από το 58%, οι τουρανικές διάλεκτοι από το 26%, η κουρδική από το 9%, η λουρική από το 2%. Τα βελουχικά, τα αραβικά και τα τουρκικά χρησιμοποιούνται από το 1% και άλλες γλώσσες από το 2%. Ο πληθυσμός αποτελείται κατά 51% από Πέρσες, 24% από Αζέρους, 8% από Γκιλάκους και Μαζανταράνους, 7% από Κούρδους, 3% από Άραβες, 2% από Λούριους, 2% από Βελούχους, 2% από Τουρκομάνους και 1% από άλλους.Σύμφωνα με το σύνταγμα που παραχωρήθηκε το 1906 από τον Κατζάρο σάχη Μουζαφαροντίν, το Ι. ήταν συνταγματική μοναρχία με αρχηγό τον σάχη (σαχ σημαίνει βασιλιάς), που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία με τη βοήθεια του πρωθυπουργού και των διαφόρων υπουργών που διορίζονταν από τον ίδιο (με τη συγκατάθεση της εθνοσυνέλευσης) και απέναντι στον οποίο ήταν υπεύθυνοι.
Με την ιρανική επανάσταση και την εκθρόνιση του σάχη Ρεζά Παχλεβί, το Ι. ανακηρύχθηκε Ισλαμική Δημοκρατία την 1η Απριλίου 1979. Το σημερινό σύνταγμα έγινε δεκτό με δημοψήφισμα το 1979, ενώ το 1989 υπήρξαν σημαντικές αλλαγές. Σύμφωνα με το σύνταγμα, η χώρα είναι ισλαμική δημοκρατία, ενώ οι αρχές και τα έθιμα του ισλαμισμού κατευθύνουν την πολιτική ζωή.
Η νομοθετική εξουσία ανήκει στην ισλαμική συμβουλευτική συνέλευση (Μajlis), η οποία απαρτίζεται από 270 μέλη που εκλέγονται για 4 χρόνια. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον πρόεδρο που εκλέγεται για 4ετή θητεία. Υπάρχει επίσης ένα 12μελές συμβούλιο επιτρόπων, που ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων αλλά και τον σεβασμό των αρχών του ισλαμισμού. Ο θρησκευτικός αρχηγός είναι η ανώτατη εξουσία.Μετά την ιρανική ισλαμική επανάσταση του 1979, το Ισλαμικό Δημοκρατικό Κόμμα και οι σύμμαχοί του συγκρότησαν το νομοθετικό σώμα. Ωστόσο το κόμμα αυτό διαλύθηκε (1987) και στις βουλευτικές εκλογές του 1988 δεν επετράπη η συμμετοχή σε κανένα πολιτικό κόμμα. Τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν και το 1996 με βουλευτικό ψήφισμα, όμως δύο αντίπαλες ισλαμικές φατρίες έκαναν την εμφάνισή τους: οι Υπηρέτες της Οικοδόμησης, πιστοί στον τότε πρόεδρο Αλί Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί και ο Σύνδεσμος Μαχητικού Κλήρου με καθοδηγητή τον πρόεδρο της ισλαμικής συνέλευσης (Majlis), Νουρί, ο οποίος παρουσιάζει αντιδυτικές τάσεις. Η εκλογή του Μοχάμεντ Χαταμί στην προεδρία τον Μάιο του 1997 αναπτέρωσε τις ελπίδες για την άρση της απαγόρευσης σχετικά με την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων.Υπάρχουν δύο τύποι δικαστηρίων: τα δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια, με επικεφαλής το ανώτατο δικαστήριο, και τα ειδικά δικαστήρια. Τα τελευταία αυτά διαιρούνται σε ποινικά, σε θρησκευτικά και σε στρατοδικεία.Επίσημη θρησκεία είναι η μουσουλμανική. Σήμερα το 89% του πληθυσμού είναι σιίτες μουσουλμάνοι, το 10% σουνίτες μουσουλμάνοι και το υπόλοιπο 1% ζωροαστριστές, εβραίοι, χριστιανοί και βαχαϊστές. Ο εξισλαμισμός πραγματοποιήθηκε βίαια την εποχή της αραβικής κατάκτησης (636 μ.Χ.). Πριν από την εποχή εκείνη οι Πέρσες ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Ζωροάστρη. Πολλοί ζωροαστριστές μετανάστευσαν στην Ινδία κατά την αραβική κατάκτηση και εκεί ίδρυσαν την κοινότητα των Πάρσων. Η βαχαϊκή θρησκεία γεννήθηκε στο Ι. τον 19ο αι.
Στο Ι. υπάρχουν μερικές ιερές πόλεις των σιιτών, όπως η Κομ και η Μασχάντ, σπουδαία κέντρα προσκυνήματος. Η επιρροή της ισλαμικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας στη δημόσια ζωή και στην ιρανική κοινωνία είναι πολύ ισχυρή και στην ουσία είναι εκείνη που κυβερνά.Η ανάπτυξη της ιρανικής εκπαίδευσης ήταν ανάλογη με εκείνη των αραβικών κρατών. Το σύνταγμα του 1906 καθόριζε την αρχή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αλλά μόλις το 1942 θεσπίστηκε σχετικός νόμος που εφαρμόστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η στοιχειώδης εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν σε όλα τα παιδιά από 7 ετών και διαρκεί πέντε χρόνια. Η μέση εκπαίδευση ολοκληρώνεται σε δύο κύκλους: ο πρώτος είναι 4ετής και ο δεύτερος 3ετής· σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η τεχνική εκπαίδευση γίνεται στο χαναρεστάν που περιλαμβάνει δύο στάδια: το πρώτο, εξαετές, για τους σπουδαστές που διαθέτουν το απολυτήριο του δημοτικού και το δεύτερο, διετές, για τους σπουδαστές που έχουν ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο της μέσης εκπαίδευσης.
Την ανώτατη εκπαίδευση παρέχουν το πανεπιστήμιο της Τεχεράνης (ιδρύθηκε το 1934) και 29 επαρχιακά πανεπιστήμια (Ισπαχάν, Μασχάντ, Αχβάζ, Σιράζ, Ταυρίδα κ.ά.). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1994, το ποσοστό των αναλφάβητων ανερχόταν στο 27,9%.Οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις αποτελούνται από 560.000 άνδρες· η διετής στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική για όλους τους άρρενες άνω των 18 ετών. Ο στρατός διαθέτει 350.000 άνδρες (περίπου το 75% κληρωτοί), 1.135 βαρέα άρματα μάχης και 1.145 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Το πολεμικό ναυτικό διαθέτει 20.600 άνδρες, 8 πολεμικά πλοία και 46 βοηθητικά, ενώ η πολεμική αεροπορία, 50.000 άνδρες και 269 μαχητικά αεροσκάφη. Επιπλέον, υπάρχει ένα ειδικό καλά εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα, οι 140.000 Φρουροί της Επανάστασης, οι οποίοι εκτός των άλλων φροντίζουν για την τήρηση των αρχών της ισλαμικής επανάστασης. Το Ι. έχει κατηγορηθεί ότι αναπτύσσει πρόγραμμα χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων.Η κοινωνική πρόνοια στο Ι. βρίσκεται ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο. Σύστημα ιατρικής περίθαλψης υπάρχει μόνο στις πόλεις για τους εργάτες και τους μισθωτούς υπαλλήλους· η πλειονότητα των χωρικών δεν διαθέτει καμία ιατρική περίθαλψη, ενώ για τα σοβαρά περιστατικά επεμβαίνει ο στρατός. Υγειονομική περίθαλψη και αναλφαβητισμός αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας και έτσι το 1964 δημιουργήθηκαν οι υγειονομικές λεγεώνες, θεσμός στον οποίο ανταποκρίθηκε άμεσα η ιρανική νεολαία.Τα υψίπεδα που αποτελούν το Ι. από δομική πλευρά είναι σχηματισμένα από μια αρχαία συμπαγή μάζα, κλειστή και ανυψωμένη ανάμεσα σε μεγάλες δέσμες από ορεινές αλυσίδες. Αυτές αντιπροσωπεύονται από το όρος Ζάγρος, που χωρίζει το υψίπεδο από το Μεσοποταμιακό βαθύπεδο και τον Περσικό κόλπο και από την οροσειρά Ελμπούρζ, που προεκτείνεται προς τα Α, στην πτύχωση του Κοπέτ Νταγ. Πρόκειται για οροσειρές που εμφανίστηκαν με την ορεογένεση του καινοζωικού και σχηματίστηκαν ύστερα από συρρικνώσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από τις ωθήσεις της συροαραβικής μάζας προς τα Β· στις ωθήσεις αυτές αντιτάχθηκε η ακαμψία της αραλοκασπιακής φλοιώδους μάζας. Οι ορεινές αλυσίδες αναδύθηκαν από το γεωσύγκλινο της Τηθύος που αναπτυσσόταν φανερά κατά μήκος όλης της νότιας Ευρασίας.
Ο Ζάγρος αποτελείται από μια σειρά πτυχώσεων, η πορεία των οποίων φαίνεται καθαρά από τον γενικό προσανατολισμό της οροσειράς. Μορφολογικά, αποτελείται από μια σειρά βραχωδών ευθυγραμμίσεων που εναλλάσσονται με καταβυθισμένες κόγχες και με προσχωσιγενείς πεδιάδες, διατεταγμένες προς την ίδια διεύθυνση. Εδώ επικρατούν οι μεσοζωικοί ιζηματογενείς σχηματισμοί (ασβεστόλιθοι) στο πιο εσωτερικό τμήμα και οι καινοζωικοί σχηματισμοί (ψαμμίτες και μάργες) σε όλη την εξωτερική πλαγιά, που είναι στραμμένη προς τη Μεσοποταμία. Η δομή περιπλέκεται από μια σειρά ρηγμάτων δραστήριων ακόμα, έτσι που η περιοχή του Ζάγρου, όπως και η κομβική περιοχή του Αζερμπαϊτζάν, υπόκειται συχνά σε σεισμικές κινήσεις. Προς τα ΝΑ ο Ζάγρος χαμηλώνει βαθμιαία στην περιοχή της Μάκραν, που παρουσιάζει ακόμα πτυχώσεις στους μεσοζωικούς σχηματισμούς, όπου βρίσκονται επίσης πρόσφατες ηφαιστειογενείς περιοχές.
Το Ελμπούρζ, η άλλη μεγάλη ορεινή αλυσίδα που δημιουργήθηκε στο τριτογενές και αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώματα του παλαιοζωικού, υψώνεται από το Κασπιακό βαθύπεδο σαν τείχος. Στο Νταμαβάντ, που φτάνει στα 5.605 μ., δημιουργήθηκε ένας ηφαιστειακός κώνος πάνω από τη μεγάλη συρρίκνωση, διατεταγμένος σαν τόξο από Δ προς Α. Στη νότια πλευρά το Ελμπούρζ παρουσιάζει λιγότερες ανωμαλίες. Διασχίζεται από μερικές βαθιές κοιλάδες που οδηγούν στις κοιλάδες της οροσειράς, όλες σχετικά ψηλές, όπου αφθονούν ισχυροί μεσοζωικοί σχηματισμοί και παλαιοζωικοί σχιστώδεις πυρήνες. Τέλος, προς τα Α βρίσκεται το Κοπέτ Νταγ, οροσειρά που δημιουργήθηκε από μια διπλή πτύχωση μεσοζωικών πετρωμάτων.Το ιρανικό έδαφος περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των υψιπέδων που βρίσκονται ανάμεσα στο μεγάλο ηπειρωτικό αραλοκασπιακό βαθύπεδο και στις μεγάλες πεδινές περιοχές της νοτιοδυτικής Ασίας. Βασικά αποτελείται από ένα εκτεταμένο υψίπεδο που διασχίζεται από ορεινά τόξα. Η τεκτονική δομή της περιοχής είναι αρκετά περίπλοκη, γιατί οι ορεογενετικές κινήσεις συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες υποχωρήσεις των εδαφών και από έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα, που έχουν τροποποιήσει βαθιά την ορεογραφία και την εμφάνιση του προϋπάρχοντος αναγλύφου, επιθέτοντας σε αυτό ηφαιστειακούς κώνους, ανάμεσα στους οποίους υψώνεται επιβλητικός ο Νταμαβάντ, η υψηλότερη κορυφή της δυτικής Ασίας. Το Ι., σχεδόν στο σύνολό του, διασχίζεται από ορεινά συστήματα.
Τα βουνά Β του Ι. αποτελούν μέρος της μακριάς ορεινής αλυσίδας, η οποία εκτείνεται επί 2.700 χλμ. από το Αραράτ έως το Παμίρ. Αρχίζουν με τα συστήματα του Αζερμπαϊτζάν, ένα σύνολο ορεινών αλυσίδων, τα οποία, αποκολλημένα από τον αρμενικό κόμβο, διευθύνονται προς τα ΝΑ για να συνδεθούν με το Ελμπούρζ. Στο σύστημα αυτό τα βόρεια ανάγλυφα διατηρούν ακόμα τα χαρακτηριστικά του αρμενικού ορεινού όγκου.
Στα Α τα βουνά του Αζερμπαϊτζάν προεκτείνονται στην επιβλητική οροσειρά του Ελμπούρζ η οποία, με σχήμα κυρτού τόξου, χωρίζει το Ι. από τη λεκάνη της Κασπίας. Πρόκειται για ένα μεγάλο φράγμα, πλάτους περίπου 100 χλμ., μέσου ύψους πάνω από 4.000 μ., με απόκρημνες πλαγιές που διασχίζονται από φαράγγια και γκρεμούς. Ωστόσο, η αρχική ορεογραφία είναι αλλοιωμένη λόγω της παρουσίας των ηφαιστείων, ιδιαίτερα στο κεντρικό τμήμα όπου βρίσκεται ο επιβλητικός κώνος του Νταμαβάντ.
Στα Α της Κασπίας η περιθωριακή ορεινή αλυσίδα συνεχίζεται στα βουνά του Χορασάν, που στρέφονται προς τα ΝΑ και διευρύνονται ενίοτε με ασυνεχή πορεία. Εμφανίζονται λιγότερο υψηλά (μέγιστο ύψος 3.416 μ.), με πιο πεπλατυσμένες και καμπυλωτές μορφές, και διασχίζονται από ευρείες κοιλάδες που διευκόλυναν ανέκαθεν τους ανατολικούς ανέμους.
Η περιθωριακή ορεινή αλυσίδα που περιβάλλει στα Δ και στα Ν το ιρανικό υψίπεδο είναι εκείνη του Ζάγρου, που εκτείνεται από τα βουνά του Κουρδιστάν έως την περιοχή της Φαρς, περίπου επί 1.000 χλμ. με μέσο πλάτος μεγαλύτερο από 200 χλμ. Είναι η πιο συνεχής από τις περσικές ορεινές αλυσίδες, λόγω της τεκτονικής δομής της με τις απλές και επαναλαμβανόμενες μορφές, με τις πολλές ορεινές ράχες οι οποίες είναι παράλληλες προς τον κύριο άξονα. Οι ράχες αυτές διασχίζονται από μακριές και στενές κοιλάδες, που ενώνονται μεταξύ τους με απρόσιτους λαιμούς οι οποίοι σπάνια χρησιμοποιούνται ως οδοί επικοινωνίας. Λόγω της ιδιαίτερα ασβεστολιθικής φύσης τους, τα πετρώματα υφίστανται ισχυρή διάβρωση, που προσδίδει στο τοπίο πολύ τραχιά όψη.
Το όρος Ζάγρος ακολουθούν προς τα Α οι ορεινές αλυσίδες της Φαρς, που εκτείνονται έως το στενό της Χορμούζ. Προχωρούν παράλληλες και διασχίζονται από στενές και κλειστές κοιλάδες, που καταλαμβάνονται πολύ συχνά από λίμνες καρστικού τύπου. Το ορεινό σύστημα ανυψώνεται προοδευτικά προς τα Β, όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα ύψη. Εξαιτίας του διαφορετικού υψομέτρου μπορούν να διακριθούν τρεις ζώνες: η περιοχή των χαμηλών γαιών, όπου η παράκτια λωρίδα συνενώνεται βαθμιαία με τους λόφους που βρίσκονται πίσω από αυτήν, η περιοχή του Λουριστάν (Λαρεστάν), ερημική, με απρόσιτους λαιμούς, και τέλος, κοντά στις βόρειες παρυφές, η πραγματική ορεινή ζώνη, που κλίνει ελαφρά προς το εσωτερικό υψίπεδο. Πέρα από το στενό της Χορμούζ υψώνονται τα ανάγλυφα της Μάκραν τα οποία, ακολουθώντας την παράκτια γραμμή, ενώνονται στα Α με τα βουνά του Βελουχιστάν. Η αρχιτεκτονική του αναγλύφου, που σε αυτό το τμήμα είναι πιο χαμηλό και λιγότερο εκτεταμένο, γίνεται ακόμα πιο απλή. Η δέσμη των παράλληλων ορεινών αλυσίδων, πλάτους από 120 έως 150 χλμ., προχωρεί από τα Ν στα Β σε κανονική σειρά, φτάνοντας τα μεγαλύτερα υψόμετρα στα βορινά. Οι κοιλάδες εναλλάσσονται κανονικά, αποκτώντας προς τα Β την όψη ευρέων και υψηλών πεδιάδων, με ικανοποιητικές ποσότητες νερού, όπου ο πλούτος της βλάστησης έρχεται σε αντίθεση με το άγονο των αναγλύφων. Λείπουν τα ασβεστολιθικά πετρώματα, ενώ, αντίθετα, υπάρχουν στο όριο με την εσωτερική πεδιάδα τα κρυσταλλοπαγή παλαιοζωικά πετρώματα, που ακολουθούνται στα νότια από ψαμμίτες και μάργες του τριτογενούς.
Τέλος, από τις εσωτερικές περιοχές, που αποτελούν ένα υψίπεδο πάντοτε μεγαλύτερο των 300 μ., υψώνονται διάφορες οροσειρές, δύο από τις οποίες διασχίζουν διαγωνίως το Ι. Η μία αποσπάται από τον αρμενικό κόμβο με νοτιοανατολική διεύθυνση και η άλλη ξεκινά από το νότιο Χορασάν και καταλήγει στα βουνά του Βελουχιστάν. Οι ορεινές αυτές αλυσίδες υψώνονται κατά μέσο όρο γύρω στα 3.000 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ανάμεσα στις οροσειρές των παρυφών και στα βουνά του εσωτερικού εκτείνονται ευρείες καταβυθισμένες περιοχές, που χωρίζονται μεταξύ τους από λίγο ή πολύ έντονα ανάγλυφα. Είναι οι ερημικές περιοχές της χώρας, που βρίσκονται 600 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και παίρνουν διάφορες ονομασίες.
Η ευρεία λεκάνη του Σιστάν, του οποίου το δυτικό τμήμα βρίσκεται σε περσικό έδαφος, είναι το πιο ευνοημένο βαθύπεδο, επειδή δέχεται τα νερά που κατεβαίνουν από τη νοτιοδυτική πλαγιά του Χιντοκούς.
Ένας άλλος τύπος ερημικού βαθυπέδου είναι τα καβίρ, με άγονη και χαλικώδη όψη, που καταλαμβάνονται από εκτεταμένες αργιλώδεις ζώνες, οι οποίες μετατρέπονται σε τέλματα στις σύντομες περιόδους βροχής και χάρη στην παροχή νερού από το εσωτερικό. Κατά τη διάρκεια της ξηράς εποχής, λόγω της υψηλής αλμυρότητας του εδάφους, καλύπτονται στα πιο χαμηλά σημεία από αλατώδη στρώματα. Το πιο εκτεταμένο είναι το Νταστ-ε-Καβίρ, που εκτείνεται από τα βουνά του Χορασάν και από το Ελμπούρζ έως την κεντρική ορεινή αλυσίδα. Χωρίς φυτική ζωή και χωρίς ζώα, διακόπτεται, ωστόσο, από μερικές οάσεις που επιτρέπουν περιορισμένη ανθρώπινη εγκατάσταση και μια γεωργία συντήρησης.
Στα ΝΑ εκτείνεται η πιο χαμηλή ζώνη όλου του περσικού υψιπέδου: η Λουτ. Λόγω της έλλειψης νερού και της υψηλής θερμοκρασίας, η άργιλος και η άμμος εναλλάσσονται με αλατώδη στρώματα βαθιά και πολύ εκτεταμένα. Στο σύνολο, πρόκειται για μια αφιλόξενη και απόλυτα άγονη περιοχή. Τέλος, τα εξωτερικά βαθύπεδα είναι γεμάτα από προσχωσιγενείς σχηματισμούς. Το Αραμπιστάν, που εκτείνεται από τους πρόποδες του Ζάγρου έως τις βορειοανατολικές ακτές του Αραβικού κόλπου, αποτελεί τη φυσική συνέχεια της μεσοποταμιακής πεδιάδας. Η στενή προσχωματική πεδιάδα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο Ελμπούρζ και στις νότιες ακτές της Κασπίας θάλασσας εκτείνεται για 25 χλμ. στο πλατύτερο σημείο της. Αρδεύεται πλούσια από τα νερά που κατεβαίνουν από το βουνό και από τις συχνές βροχές και έχει κλίμα γλυκό και ήπιο.Στο Ι. επικρατεί γενικά το κλίμα των στεπών, που μόνο σε μερικές περιθωριακές λωρίδες μετατρέπεται σε υγρό. Η χώρα βρίσκεται στην υποτροπική ζώνη και οι κλιματικές συνθήκες επηρεάζονται σημαντικά από τη διεύθυνση των αναγλύφων, τα οποία στα Ν εμποδίζουν τους θαλάσσιους ανέμους που φέρνουν βροχή να εισδύσουν στο εσωτερικό, ενώ επιτρέπουν τα βόρεια και τα βορειοανατολικά ρεύματα σε μερικές ανατολικές περιοχές, όπως το Σιστάν, όπου πνέει το καλοκαίρι ο άνεμος των 120 ημερών στην ιρανική περιοχή και στις αραλοκασπιακές ερήμους.
Οι μέσες τιμές της θερμοκρασίας είναι ανάλογες του γεωγραφικού πλάτους. Επειδή η χώρα περιλαμβάνεται μεταξύ 25° και 40° βόρειου πλάτους, οι μέσες θερινές θερμοκρασίες είναι μάλλον υψηλές, έστω και αν μετριάζονται κατά ένα μέρος από το υψόμετρο. Τον χειμώνα οι μέσες θερμοκρασίες χαμηλώνουν, για να φτάσουν τιμές σε αναλογία κατώτερες από εκείνες στις άλλες ζώνες ίδιου γεωγραφικού πλάτους, λόγω της ηπειρωτικότητας σχεδόν ολόκληρης της ιρανικής περιοχής. Μόνο οι παράκτιες παρυφές του Ινδικού ωκεανού και της Κασπίας δέχονται την ευεργετική επίδραση της θάλασσας.
Η παροχή των ανέμων και οι βροχές βρίσκουν εξήγηση στην αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κλιματικές συνθήκες: τη μεσογειακή, που μολονότι δεν εκτείνεται στην ιρανική περιοχή καθορίζει την παροχή των φθινοπωρινών και χειμερινών βροχών του δυτικότερου τμήματος (Αρμενία και παράκτια ζώνη της νότιας Κασπίας), και τη μουσωνική, με τον γνωστό εποχιακό ρυθμό που επηρεάζει το ανατολικό τμήμα της χώρας.
Το υψίπεδο έχει στο σύνολό του κλίμα καθαρά ηπειρωτικό, που εντείνεται προς τα Α, με ισχυρές θερμικές διακυμάνσεις, τόσο ημερήσιες όσο και εποχιακές. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να παρατηρηθούν ελάχιστες απόλυτες θερμοκρασίες -20°C.
Ευνοημένες είναι οι βορειοδυτικές περιοχές, που δέχονται άφθονες βροχοπτώσεις από τον Νοέμβριο έως τον Φεβρουάριο. Διαφορετικές είναι οι κλιματικές συνθήκες στις νότιες παράκτιες ζώνες: στην πεδιάδα του Χουζιστάν και κατά μήκος όλου του Αραβικού κόλπου επικρατεί τροπικό κλίμα με ήπιους χειμώνες. Οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες, με ετήσιες τιμές γύρω στα 200 χιλιοστά. Στις πεδιάδες που βρέχονται από την Κασπία θάλασσα, τέλος, το κλίμα είναι υποτροπικό με έντονες εποχιακές διακυμάνσεις. Κατά συνέπεια, το καλοκαίρι είναι δροσερό και ο χειμώνας ήπιος. Οι βροχές, λόγω της παρουσίας του Ελμπούρζ, είναι άφθονες, με μέσες ετήσιες τιμές που μπορούν να ξεπεράσουν τα 2.000 χιλιοστά (2.090 χιλιοστά στην Μπαντάρ-ε-Παχλεβί), και οι οποίες κατανέμονται σε όλο τον χρόνο με μέγιστη τιμή κυρίως τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.Λόγω της ηπειρωτικότητας του κλίματος και της ελάχιστης ατμοσφαιρικής υγρασίας, η αυτοφυής βλάστηση είναι αρκετά αραιή. Στο εσωτερικό υψίπεδο, με εξαίρεση τις ερημικές περιοχές, επικρατεί η στέπα.
Αντίθετα από το εσωτερικό, που εμφανίζεται στεπικό και ερημικό, οι ορεινές πλαγιές παρουσιάζουν πλούσια βλάστηση, με μια χλωρίδα τροπικού τύπου, ιδιαίτερα εκτεταμένη στις πλαγιές του Ελμπούρζ, και φυτά μεσογειακού τύπου, όπως ακακίες, μιμόζες, λεύκες, ιτιές κ.ά., στην προσχωσιγενή πεδιάδα. Δάση καλύπτουν τις πλαγιές των ανατολικών βουνών του Αζερμπαϊτζάν, κάτω από τα 2.500 μ.
Στις νοτιοδυτικές περιθωριακές ορεινές αλυσίδες, όπου το χαμηλό γεωγραφικό πλάτος συνδυάζεται με υγρό κλίμα, επικρατεί η ποώδης χλωρίδα. Τέλος, στις νότιες ορεινές αλυσίδες και στην ακτή επικρατεί η ερημική στέπα, κοινή με εκείνη των εσωτερικών υψιπέδων. Η πανίδα του εσωτερικού υψιπέδου και των νότιων παράκτιων περιοχών είναι τυπικά ερημική. Ζουν ακόμα σε άγρια κατάσταση ζώα όπως γαζέλες και ζέβρες, ενώ το λιοντάρι έχει εξαφανιστεί. Στις ορεινές πλαγιές των βουνών που ορίζουν τη λεκάνη της Κασπίας, η χαρακτηριστική πανίδα είναι εκείνη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά με μερικά είδη (όπως η φαιά αρκούδα) σε φάση αισθητής μείωσης.Η πορεία των αναγλύφων και η παρουσία εκτεταμένων εσωτερικών λεκανών είναι παράγοντες που καθορίζουν το περσικό υδρογραφικό δίκτυο. Περισσότερο από το μισό του εδάφους αποστραγγίζει τα νερά του στις εσωτερικές περιοχές, δημιουργώντας ποταμούς οι οποίοι, ύστερα από μια σύντομη διαδρομή, χάνονται στις άμμους της ερήμου ή στους αλμυρούς βάλτους. Τα υπόλοιπα νερά στρέφονται στο εξωτερικό, σχηματίζοντας συχνότατα ποταμούς με μόνιμο και σταθερό ρου. Από τις οροσειρές του Κουρδιστάν και του Ζάγρου πηγάζουν ποταμοί που ρέουν σε πολύ βαθιές κοίτες, ανάμεσα σε απόκρημνα τοιχώματα.
Ο μακρύτερος ποταμός της περιοχής είναι ο Καρχέχ, που συμβάλλει στον Τίγρη σε απόσταση περίπου 50 χλμ. από τη Βασόρα. Πηγάζει από την περιοχή του Λουριστάν, εναλλάσσοντας διαδοχικά τρία ονόματα: Καρεχσού στον άνω ρου του, Σαϊμάρεχ στον μέσο και Καρχέχ στον κάτω. Πλωτός είναι ο Καρούν, που πηγάζει από μια επιβλητική πηγή και ρέει αρχικά σε μια στενή κοιλάδα και ύστερα διευθύνεται προς τα νότια και εκβάλλει στον Αραβικό κόλπο. Ο Ντιγιάλα, που πηγάζει από τα βουνά του Κουρδιστάν και εκβάλλει στον Τίγρη, αποτελεί τέλος μια θαυμάσια οδό επικοινωνίας μεταξύ Μεσοποταμίας και Ι.
Ο μακρύτερος από τους ποταμούς που εκβάλλουν στην Κασπία θάλασσα είναι ο Σεφίντ Ροντ (στον ανώτερο κορμό του Κεζελοζάν). Στην Κασπία εκβάλλουν επίσης και οι ποταμοί Νουρ, που κατεβαίνει από το Ελμπούρζ με εγκάρσιο ρου χαράσσοντας βαθιά την οροσειρά, και Ατρέκ, που πηγάζει από τα βουνά του Χορασάν και στον κάτω ρου του αποτελεί τη μεθόριο με το Τουρκμενιστάν. Λίγες είναι οι λίμνες, και οι περισσότερες αλμυρές. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η λίμνη Ουρμία ή Ρεζαϊγέ (κυμαινόμενη επιφάνεια 4.500-6.000 τ. χλμ.), στο Αζερμπαϊτζάν, στα 1.294 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει μήκος περίπου 128 χλμ. και πλάτος 32 χλμ. Σε αυτήν εκβάλλουν οι πολυάριθμοι ποταμοί που κατεβαίνουν από τη γύρω ορεινή ζώνη. Στα Ν της Τεχεράνης εκτείνεται η Ναμάκ, η αλμυρή λίμνη η οποία τροφοδοτείται από τα νερά που κατεβαίνουν από τη νότια πλαγιά του Ελμπούρζ. Άλλες μικρότερες λιμναίες κόγχες είναι διασκορπισμένες στην περιοχή της Φαρς· οι πιο γνωστές είναι η Νταργιατσέν-ε-Τασκ και η Νταργιατσέν-ε-Μπαχτεγκάν, που είναι συνήθως ξηρές τον χειμώνα.
Μόνο ένα τμήμα της λίμνης Χιρμάντ βρίσκεται σε ιρανικό έδαφος, ενώ το υπόλοιπο περιλαμβάνεται στο Αφγανιστάν. Το εκτεταμένο εσωτερικό βαθύπεδο, στο οποίο συγκεντρώνονται, μέσω του ποταμού Χελμάντ και των παραποτάμων του, τα νερά που ρέουν από τη νοτιοδυτική πλαγιά του Χιντοκούς, καλύπτεται από μια εκτεταμένη υδάτινη επιφάνεια, καλυμμένη με καλαμώνες, με διαλείποντα χαρακτήρα, φτάνοντας τη μέγιστη στάθμη κατά την περίοδο της μεγαλύτερης παροχής, ενώ είναι τελείως ξηρή στις περιόδους της πτώσης της στάθμης των νερών. Ωστόσο, διαθέτει το πλεονέκτημα, σε σχέση με τις άλλες λίμνες, να παρουσιάζει πάντοτε γλυκά νερά.Όρη Αζερμπαϊτζάν. Το Αζερμπαϊτζάν είναι μια περιοχή, τα άγονα βουνά της οποίας –ανάμεσά τους υψώνονται οι ηφαιστειακοί κώνοι Σαχάντ (3.690 μ.) και Σαμπαλάν (4.811 μ.)– έρχονται σε αντίθεση με τους εκτεταμένους κυματισμούς, τους πλούσιους σε δάση και καταπράσινους βοσκότοπους, που εκτείνονται στους πρόποδές τους. Οι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι, στις ευρείες κοιλάδες, σε μεγάλα γεωργικά χωριά. Η δυτική περιθωριακή περιοχή, που βρέχεται από την Κασπία θάλασσα (ή Γκιλάν), περιλαμβάνει όχι μόνο ένα τμήμα της προσχωσιγενούς πεδιάδας αλλά και το δυτικό τμήμα της οροσειράς του Ελμπούρζ και εισχωρεί με μια εκτεταμένη περιοχή έως τις βόρειες παρυφές του Ζάγρου. Ποικίλη στη μορφολογία και στο κλίμα, είναι μία από τις πιο ευνοημένες ιρανικές επαρχίες, καθώς η στενή παράκτια λωρίδα ανάμεσα στην οροσειρά του Ελμπούρζ και στις ακτές της Κασπίας έχει ήπιο κλίμα με συχνές βροχές, κατάλληλη για την εγκατάσταση οικισμών και την εκμετάλλευση του εδάφους. Η πυκνότητά της είναι από τις πιο υψηλές του Ι., κυρίως με αγροτικό πληθυσμό. Η γεωργία είναι η κυριότερη οικονομική δραστηριότητα: οι καλλιέργειες ρυζιού, βαμβακιού, καπνού και οπωροφόρων δέντρων εναλλάσσονται με τις αρόσιμες γαίες και τις μουριές. Άλλες σπουδαίες οικονομικές δραστηριότητες είναι η αλιεία του οξυρρύγχου και η εκμετάλλευση του υπεδάφους (χαλκός, πετρέλαιο). Ωστόσο, η περιοχή δεν διαθέτει επαρκές οδικό δίκτυο.
Ακτές Κασπίας και κεντρικές έρημοι. Η περιοχή της Τεχεράνης που εκτείνεται ανάμεσα στις ακτές της Κασπίας θάλασσας και στις ανατολικές πλαγιές του Ζάγρου αποτελείται από πολλές φυσικές περιοχές που της προσδίδουν αρκετά ποικίλη και χαρακτηριστική όψη. Σε αυτήν μπορούν να διακριθούν οι στενές περιθωριακές πεδιάδες της Μαζανταράν και της Γκοργκάν, μέρος του Ελμπούρζ και το σύνολο των υψιπέδων τα οποία, στα νότια της οροσειράς, κατεβαίνουν βαθμιαία προς το ερημικό βαθύπεδο της Νταστ-ε-Καβίρ.
Από αυτές τις εντελώς διαφορετικές περιοχές, οι προσχωσιγενείς πεδιάδες που βρέχονται από την Κασπία θάλασσα είναι οι πιο ευνοημένες, γιατί αρδεύονται άφθονα από τις βροχοπτώσεις και από τα νερά που κατεβαίνουν από την εξωτερική πλευρά της οροσειράς. Το κλίμα είναι αρκετά ήπιο, με θερμοκρασίες των οποίων η μέση ετήσια τιμή κυμαίνεται στους 16°C. Με αυτές τις ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, η βλάστηση είναι οργιαστική και αντιπροσωπεύεται, στις πλαγιές των βουνών, από δάση τροπικού τύπου και κατά μήκος της παράκτιας ζώνης από φυτά μεσογειακού τύπου, που εναλλάσσονται με καλλιέργειες ρυζιού, βαμβακιού, καπνού και εσπεριδοειδών.
Η οροσειρά του Ελμπούρζ υψώνεται ως αξεπέραστο φράγμα και χωρίζει τον κασπιακό από τον καθαυτό ιρανικό κόσμο. Πλούσια σε δάση και καταπράσινους βοσκότοπους, φιλοξενεί, κάτω από τα 3.000 μ., έναν πυκνό πληθυσμό, που το καλοκαίρι μετακινείται προς τις ψηλές κοιλάδες και ασχολείται με την εκτροφή ζώων και, όπου είναι δυνατόν, με τη γεωργία. Στα νότια της οροσειράς εκτείνονται οι στεπώδεις πεδιάδες της Τεχεράνης και της Νταμγάν που παίρνουν ζωή εκεί όπου, χάρη στην παρουσία νερού, υπάρχουν οάσεις. Τότε η βλάστηση γίνεται ρωμαλέα, με αρδευτικές καλλιέργειες ευνοημένες από τις μάλλον υψηλές θερμοκρασίες. Η πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη είναι η παράκτια παρυφή, όπου ο πληθυσμός ζει διασκορπισμένος ή οργανωμένος σε μικρούς πυρήνες. Παράλληλα με τις βασικές οικονομικές δραστηριότητες (γεωργία και κτηνοτροφία), ενθαρρύνθηκε τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της βιομηχανίας, που είναι συγκεντρωμένη ιδιαίτερα στην Τεχεράνη.
Τα υψίπεδα του Ζάγρου. Η μεγάλη περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές του Ζάγρου αποτελείται και αυτή από διάφορα τμήματα. Το δυτικό (η Κερμανσαχάν) αποτελείται από πολλές παράλληλες ορεινές αλυσίδες που διακόπτονται από στενές κοιλάδες, οι οποίες βρίσκονται σε ύψη 1.600 ή 1.700 μ., κλειστές από αξεπέραστα τοιχώματα, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους. Οι ποταμοί είναι πολυάριθμοι, μερικοί μάλιστα διασχίζουν εγκάρσια τις ορεινές αλυσίδες· ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο Ντιγιάλα, η κοιλάδα του οποίου αντιπροσωπεύει την άμεση οδό επικοινωνίας ανάμεσα στη Μεσοποταμία και στο Ι. Η βλάστηση ποικίλλει, ανάλογα με το υψόμετρο και με την έκθεση των πλαγιών στον ήλιο. Στις πεδιάδες είναι πλούσια, ενώ στις ορεινές πλαγιές, που είναι εκτεθειμένες στην υγρασία των ανέμων, οι πράσινοι βοσκότοποι εναλλάσσονται με δάση από δρυς, λεύκες και καρυδιές. Προς το εσωτερικό υψίπεδο, η βλάστηση προσλαμβάνει στεπικό χαρακτήρα, με μεγαλύτερη ανάπτυξη εκεί όπου υπάρχει υπόγεια φλέβα νερού.
Στην περιοχή αυτή, που υποδιαιρείται σε διαμερίσματα χωριστά μεταξύ τους, ζουν οι Κούρδοι, συγκεντρωμένοι σε φυλές με φεουδαρχικό χαρακτήρα. Ασχολούνται με τη νομαδική κτηνοτροφία, δραστηριότητα που τους υποχρεώνει να μετακινούνται διαρκώς κατά τη διάρκεια του έτους προς αναζήτηση υγιεινών τοποθεσιών και βοσκοτόπων. Στις ψηλές κεντρικές κοιλάδες ζει, αντίθετα, ένας πληθυσμός με μόνιμη ή ημιμόνιμη εγκατάσταση, που ασχολείται –εκτός από την κτηνοτροφία– και με τη γεωργία.
Άλλο τμήμα του Ζάγρου είναι το Χουζιστάν-Λουριστάν, που περιλαμβάνει την κεντρική ορεινή ζώνη του Ζάγρου και την εκτεταμένη προσχωσιγενή πεδιάδα του Αραμπιστάν.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος, οι επικοινωνίες σε αυτές τις ορεινές περιοχές πραγματοποιούνται με χωματόδρομους ή μονοπάτια. Μοναδική σημαντική οδός είναι εκείνη που ενώνει τη Χαμαντάν με την Αμπαντάν, στον Αραβικό κόλπο.
Η εκτεταμένη πεδιάδα του Αραμπιστάν, που εκτείνεται στα ΝΔ της ορεινής ζώνης, είναι ένα ακραίο τμήμα της μεσοποταμιακής πεδιάδας. Το έδαφος παρουσιάζεται τραχύ και διακόπτεται από αμμώδεις ράχες και προσχωσιγενείς φερτές ύλες, που χωρίζονται μεταξύ τους από βαθιές κοιλάδες μέσα στις οποίες ρέουν ποταμοί όπως ο Καρχέχ και ο Καρούν. Το κλίμα είναι τροπικό, με θερμοκρασίες που το καλοκαίρι μπορούν να ξεπεράσουν τους 40°C. Οι βροχές είναι αραιές και παρουσιάζονται προπάντων κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Εξαιτίας αυτών των περιβαλλοντολογικών συνθηκών, το Αραμπιστάν είναι μια ερημική περιοχή, στην οποία η βλάστηση, ξηρόφιλου χαρακτήρα, αναπτύσσεται κατά τους βροχερούς μήνες. Μοναδικές εύφορες ζώνες είναι οι αρδευόμενες περιοχές.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, το Αραμπιστάν μετατρέπεται σε μία από τις πλούσιες περιοχές του Ι., χάρη στο πετρέλαιο του υπεδάφους του. Ο αραιός πληθυσμός νομάδων και βοσκών, που αρχικά διέμενε σε άθλια χωριά και σε αντίσκηνα, σήμερα είναι εγκατεστημένος σε κέντρα με αξιοσημείωτη βιομηχανική σπουδαιότητα.
Φαρς. Η Φαρς, που βρέχεται σε μεγάλο μέρος της από τον Αραβικό κόλπο, αποτελείται από μια παράκτια λωρίδα, η οποία βαθμιαία συνεχίζεται στο εσωτερικό, και από ένα σύστημα αναγλύφων, φυσική συνέχεια του Ζάγρου.
Η παράκτια λωρίδα είναι μία από τις πιο αφιλόξενες ζώνες του Ι. Αποτελείται από προσχωματικές και θαλάσσιες εναποθέσεις, που ενίοτε διακόπτονται από αμμώδεις θίνες, και ορίζεται από μια χαμηλή ακτή με λίγο ή πολύ εκτεταμένους μυχούς, σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο μυχός της Μπουσέχρ. Το κλίμα, σταθερά θερμό, είναι από τα πιο δυσάρεστα της χώρας· ειδικότερα το καλοκαίρι, οι συνθήκες επιδεινώνονται εξαιτίας της παρουσίας του σαργκί, πνιγηρού θαλάσσιου ανέμου. Η παράκτια ορεινή αλυσίδα σχηματίζεται από μια δέσμη παράλληλων αναγλύφων, που έχουν υποστεί βαθιά διάβρωση και χωρίζονται μεταξύ τους από απρόσιτους λαιμούς. Το κλίμα είναι πιο ηπειρωτικό, με έντονες εποχιακές και ημερήσιες θερμοκρασίες. Στο σύνολο όμως, οι συνθήκες είναι καλύτερες λόγω του υψομέτρου. Ο αραιός πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος κυρίως στις οάσεις, που αναπτύσσονται εκεί όπου τα νερά συγκεντρώνονται κάτω από διαπερατά στρώματα και αναδύονται στην επιφάνεια.
Το βόρειο τμήμα διασχίζεται από μια ορεινή αλυσίδα που υψώνεται πάνω από τα 3.000 μ. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι πιο ψηλές κορυφές καλύπτονται από χιόνια που λιώνουν την άνοιξη και τροφοδοτούν υπόγειες υδάτινες φλέβες και μικρές λιμναίες κόγχες, ιδιαίτερα άφθονες στην εσωτερική πλευρά. Ο πλούτος σε νερό και η ευφορία του εδάφους έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού στις οάσεις.
Ζάγρος, Σιστάν, Βελουχιστάν. Το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας αποτελείται από τις ανατολικές οροσειρές του Ζάγρου (Κερμάν) και την περιοχή του Βελουχιστάν-Σιστάν. Προς τα Δ, η περιοχή παρουσιάζεται ως μέλος του εσωτερικού υψιπέδου και χαρακτηρίζεται από ορεινούς όγκους διατεταγμένους τοξοειδώς προς τα νοτιοανατολικά, με πολύ υψηλές κορυφές. Προς το στενό της Χορμούζ τα ανάγλυφα εκφυλίζονται έως την παράκτια παρυφή, το σπουδαιότερο κέντρο της οποίας είναι η Μπαντάρ-Αμπάς. Ζώνη με σχετική ομοιομορφία στην εμφάνιση, και γι’ αυτό διαφορετική, είναι η Νταστ-ε-Λουτ, ευρεία ερημική έκταση και σχεδόν αδιαπέραστη. Πιο κατακερματισμένο είναι το Βελουχιστάν, με τη χαμηλή και πεδινή βόρεια απόφυση του Σιστάν. Η ορεογραφική δομή δίνεται από μια σειρά αναγλύφων, που από το νότιο τόξο του Σιστάν προχωρούν έως τα σύνορα με το Πακιστάν και, από την οροσειρά του Μακράν, σχεδόν παράλληλα με την ακτή.
Ανάμεσα στα δύο ορεογραφικά συστήματα εκτείνεται μια μεγάλη ενδορροϊκή λεκάνη, που κατευθύνεται από τα Α προς τα Δ, από την Μπαμπούρ έως το βαθύπεδο της λίμνης Τζαζ-Μοργιάν.
Στην παράκτια λωρίδα, αν και οι βροχές είναι αραιές, αξιοσημείωτη είναι η υγρασία, ενώ το εσωτερικό έχει άγονο κλίμα, με ισχυρές θερμικές διακυμάνσεις και φτωχότατη βλάστηση στεπικού ή ερημικού τύπου. Από τις κλιματικές αυτές συνθήκες εξαρτώνται τα χαρακτηριστικά της υδρογραφίας. Δεν μπορούν να αναφερθούν μόνιμοι ποταμοί, με εξαίρεση τον Χελμάντ, που προκαλεί καταστρεπτικές πλημμύρες.
Οι κεντρικές έρημοι. Η κεντρική περιοχή της χώρας ανήκει κατά μεγάλο μέρος στα εσωτερικά υψίπεδα, αλλά χαρακτηρίζεται από ανάγλυφα με έντονα χαρακτηριστικά μάλλον προς τα Δ, όπου υψώνονται οι πρώτες οροσειρές του Ζάγρου, και προς τα Ν. Ανάμεσα στα δυτικά και κεντρικά ανάγλυφα εκτείνεται, στα ΝΑ του Ισπαχάν, μια σειρά από μέρη του υψιπέδου με ύψη γύρω στα 1.000 μ., ενώ στα βόρεια και στα ανατολικά ανοίγονται οι μεγάλες ενδορροϊκές λεκάνες του Νταστ-ε-Καβίρ και του Νταστ-ε-Λουτ.
Στις ορεινές ζώνες, ένα δίκτυο από μεγάλες και μικρές κοιλάδες μαρτυρεί τη συχνά ισχυρή διάβρωση από τα επιφανειακά νερά και στα πιο ψηλά τμήματα δεν λείπουν ίχνη μιας μορφολογικής δράσης των χιονιών. Οι ισχυρές εποχιακές καθώς και ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της βλάστησης, ξηρόφιλου και στεπικού τύπου, εκτός φυσικά από τις οάσεις, τις οποίες ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε και μεταμόρφωσε ευρύτατα.
Η παρουσία του Ισπαχάν φανερώνει τη σπουδαιότητα της περιοχής τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, που η οικονομία της είναι αρκετά περίπλοκη, αν και βασίζεται προπάντων στη γεωργία, τα προϊόντα της οποίας είναι κυρίως δημητριακά.
Η γεωργική ανάπτυξη αποδεικνύεται και από άλλες καλλιέργειες ειδών διατροφής (κηπευτικά, φρούτα) και βιομηχανικές (υφαντικά φυτά).
Χορασάν. Το Χορασάν αντιστοιχεί στο βορειοανατολικό τμήμα του Ι. Το πιο έκδηλο μορφολογικό στοιχείο είναι η εκτεταμένη ορεινή αλυσίδα που από το Ελμπούρζ εκτείνεται έως τα σύνορα με το Αφγανιστάν, ορίζοντας στα Β το ιρανικό υψίπεδο. Στο σύνολο, πρόκειται για μια δέσμη παράλληλων ορεινών αλυσίδων που διευρύνονται και εκτείνονται προς τα ΝΑ, περικλείοντας ευρείες πεδιάδες. Το κλίμα, που μόνο στα Δ επηρεάζεται κατά ένα μέρος από την Κασπία, είναι τυπικά ηπειρωτικό. Οι βροχοπτώσεις περιορίζονται βαθμιαία προς τα Α, γι’ αυτό και η γενική όψη της ορεινής αλυσίδας προσλαμβάνει στεπικό χαρακτήρα. Οι ποταμοί δεν είναι πολλοί και συνήθως ρέουν ανάμεσα σε παράλληλες οροσειρές και μερικοί εκβάλλουν στην Κασπία, ενώ άλλοι σε λίμνες και εσωτερικά τέλματα.
Γνωστές για τα εύφορα εδάφη τους είναι οι ευρείες κοιλάδες που διαρρέονται από τους ποταμούς Ατρέκ και Χάρι Ροντ. Ο πληθυσμός είναι κυρίως μόνιμος, συγκεντρωμένος σε γεωργικά χωριά, διάσπαρτα κατά μήκος των κοιλάδων. Διαφορετικές παρουσιάζονται οι ορεινές αλυσίδες που αναπτύσσονται Ν της Νισαμπούρ, για να ενωθούν με τα βουνά του Βελουχιστάν. Σε αυτή την περιοχή οι θερμομετρικές συνθήκες φτάνουν σε ακραίες τιμές, που κυμαίνονται ανάλογα με το υψόμετρο. Οι βροχές, εξαιτίας της διατήρησης υψηλών πιέσεων, είναι αραιές. Παρουσιάζονται κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού με μορφή σφοδρών καταιγίδων.Το Ι. αποτελεί τμήμα μιας περιοχής με αρχαία και περίπλοκη ανθρώπινη παρουσία. Η χώρα είναι ορεινή, χωρίς μεγάλους ποταμούς, αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μεγάλες ποτάμιες περιοχές: την περιοχή του Ινδού από τη μία και τη Μεσοποταμία από την άλλη. Η κατάληψή της από τον άνθρωπο και η τοπική ανάπτυξη του πολιτισμού είναι στενά συνδεδεμένες με την παρουσία αυτών των ποταμών, αρχαίων και βασικών γραμμών έλξης. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί η γειτνίαση και το σχετικό άνοιγμα της χώρας προς την κεντρική Ασία, την καρδιά αυτή της αρχαίας ηπείρου, που προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών προς τα Ν και προς τα Δ.
Από την κεντρική Ασία κατέφθασαν στο ιρανικό υψίπεδο τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα τα οποία, αφού επιβλήθηκαν στους προϋπάρχοντες πληθυσμούς, άφησαν τα χαρακτηριστικά τους στους ίδιους πληθυσμούς που κατοικούν σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Οι πληθυσμοί αυτοί είναι γνωστοί ως Ιράνιοι ή Ιρανοί, ονομασία που ετυμολογικά είναι συνώνυμη των Αρίων, εκείνων δηλαδή των κεντροασιατικών φυλών που έφτασαν μέχρι την Ευρώπη και την Ινδία.
Ιρανική ήταν επίσης η φυλή από την οποία προήλθαν οι Αχαιμενίδες, η μεγάλη δυναστεία που εγκαταστάθηκε στη Φαρς (ή Παρς, απ’ όπου και η ονομασία Περσία). Αλλά ο αχαιμενιδικός πολιτισμός, παρά την πολιτική και οργανωτική του ανάπτυξη, είναι διάδοχος (και κατά ένα μέρος και κληρονόμος) των πολιτισμών οι οποίοι, στο περιθώριο της χώρας, αναπτύχθηκαν στη βάση των αρχαίων γεωργικών δραστηριοτήτων.
Στη ζώνη των Σούσων (ΝΔ της σημερινής Ντεζφούλ), όπως και σε όλη τη μεσοποταμιακή πλευρά του Ζάγρου, αναπτύχθηκαν οι αρχαιότεροι πολιτισμοί, βασισμένοι στη γεωργία, που προηγήθηκαν των αστικών πολιτισμών της Μεσοποταμίας και του Ινδού.
Οι Αχαιμενίδες, που οργάνωσαν συστηματικά τη χώρα (η οποία αποτελούσε μέρος μόνο των εκτεταμένων κτήσεών τους), συνέβαλαν στην ανάπτυξη οργανωμένων οικισμών που αργότερα ενισχύθηκαν και επεκτάθηκαν.
Η δυναστεία των Σελευκιδών ενθάρρυνε την αστυφιλία, δημιουργώντας καινούργιες πόλεις κατά μήκος των βόρειων, δυτικών και νότιων συνόρων της χώρας και εισάγοντας το ελληνικό στοιχείο, το οποίο συγχωνεύτηκε στη συνέχεια με το ιρανικό. Νέα πολεοδομική ανάπτυξη προκλήθηκε από τους Πάρθους και τους Σασσανίδες, ώσπου έφτασε ο ισλαμισμός για να εκφράσει τις καινούργιες μορφές ζωής και πολιτισμού του, που ωστόσο δεν σήμαιναν άρνηση για τις πιο αρχαίες κληρονομιές. Καθοριστικό γεγονός για την ιστορία της εγκατάστασης πληθυσμών στη χώρα ήταν η άφιξη τουρκικών (στις βόρειες περιοχές) και προπάντων μογγολικών πληθυσμών. Η εισβολή των ορδών του Τζένγκις Χαν στάθηκε η αιτία δημιουργίας πολλών από τα οχυρωμένα χωριά που ακόμα και σήμερα υπάρχουν στο υψίπεδο. Με την εισβολή των τουρκικών πληθυσμών, που συμπληρώθηκε από εκείνη του Ταμερλάνου, πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή διαφορετικών ανθρώπινων ομάδων στον ιρανικό εθνικό ιστό· αυτή είναι η περίπτωση των νομάδων Κασκάι, στη Φαρς. Το μεγαλείο του βασιλείου των Σαφαβιδών (16ος-17ος αι.) είχε στη συνέχεια τη θαυμαστή έκφρασή του στη δημιουργία του Ισπαχάν, τελευταίας πρωτεύουσας της χώρας πριν οι Κατζάροι τη μεταφέρουν στην Τεχεράνη.
Οι ιστορικές φάσεις που εισήγαγαν διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς στη χώρα διακρίνονται ακόμα από την ποικιλία των εθνοτήτων που αποτελούν το ανθρώπινο μωσαϊκό του Ι., όπου λιγότερο από τα δύο τρίτα του πληθυσμού μιλούν την περσική ή περσικές διαλέκτους.
Λαοί διαφορετικής προέλευσης κατοικούν στη χώρα, οι κυριότεροι από τους οποίους αντιπροσωπεύονται από Τούρκους, Άραβες και, στις νοτιοανατολικές περιοχές, από Βελούχους, κράμα ιρανικών και ινδικών πληθυσμών.
Στο εσωτερικό αυτών των γενικών διαιρέσεων υπάρχουν οι φυλετικοί δεσμοί, η διατήρηση των οποίων ευνοήθηκε από το ορεινό και ερημικό έδαφος. Στον Ζάγρο, εκτός από τους Κασκάι, ζουν οι Λούριοι, οι Μπαχτιάροι, ορεσίβιοι και ημινομάδες λαοί ιρανικής προέλευσης, στους οποίους προστίθενται οι Κούρδοι, και αυτοί με ίδια προέλευση. Στην τουρανική λωρίδα, κατοικημένη από λαούς τουρκικής προέλευσης, υπάρχουν οι Αζέροι και, στα Α της Κασπίας θάλασσας, ομάδες Τουρκομάνων.
Πολυάριθμες είναι επίσης –στην περίπλοκη ανθρωπολογική δομή του σημερινού Ι.– οι θρησκευτικές αιρέσεις, πέρα από την επίσημη θρησκεία: τον σιιτικό ισλαμισμό. Ανάμεσά τους αναφέρουμε τους Πάρσους (Ζωροάστρης), τους νεστοριανούς, τους οπαδούς του βαχαϊσμού και του σουφισμού.Ο πληθυσμός του Ι. αυξήθηκε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Κατά την πρώτη συστηματική απογραφή που έγινε το 1933 στη χώρα ζούσαν 15 εκατ. κάτ., ενώ το 2002, οι Ιρανοί υπολογίστηκαν σε 65,5 εκατ. Η ετήσια δημογραφική αύξηση είναι 0,77%.
Φαίνεται ότι παλαιότερα η χώρα ήταν ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη· έφτανε τα 40-50 εκατ. μεταξύ 15ου και 18ου αι. Στα τέλη του 19ου αι. οι εκτιμήσεις δίνουν μόλις 10 εκατ. κατ., κυρίως εξαιτίας της κακής πολιτικής των Κατζάρων, που ώθησαν ομάδες πληθυσμών να μεταναστεύσουν προς την Ινδία και τις ρωσικές επαρχίες. Ωστόσο, η αναγέννηση της χώρας άρχισε μετά το 1921, με τη δυναστεία των Παχλεβί.
Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού υπολογιζόταν σε 40 κατ. ανά τ. χλμ. το 2002, αλλά η πληθυσμιακή κατανομή παρουσιάζεται άνιση στις διάφορες περιοχές. Εκτός από τα τμήματα της χώρας όπου οι συνθήκες του περιβάλλοντος επιτρέπουν μια αρκετά ομαλή κατανομή του πληθυσμού, στις άγονες ή ημιάγονες ζώνες η εγκατάσταση κατοίκων είναι συνδεδεμένη με τη δυνατότητα υδατικής παροχής. Ο πληθυσμός τείνει γενικά να συγκεντρωθεί στις αρδευόμενες ζώνες, στις πεδιάδες, στους πρόποδες των βουνών και κατά μήκος των ποταμών.
Κατά τους περασμένους αιώνες, προπάντων υπό το καθεστώς του Ναδίρ Σαχ (α’ μισό 18ου αι.), πολλές νομαδικές και ημινομαδικές ομάδες μεταφέρθηκαν σε φτωχές περιοχές, όπως το Χορασάν, όπου ίδρυσαν καινούργιους οικισμούς. Σήμερα, αντίθετα, οι εσωτερικές μεταναστεύσεις είναι στενά συνδεδεμένες με την αστυφιλία (η μεγαλύτερη δημογραφική συγκέντρωση της χώρας παρατηρείται στην περιοχή της Τεχεράνης), με τις βιομηχανικές δραστηριότητες και το πετρέλαιο, δηλαδή με τις πιο σύγχρονες και εξελιγμένες μορφές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, μολονότι καθορίζονται κατά ένα μέρος από τις διάφορες συνθήκες του περιβάλλοντος.Και στο Ι., οι αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος, που οφείλονται στην ξηρασία, έχουν δημιουργήσει τον νομαδισμό, που δεν είναι σε αυτή την περίπτωση τόσο μεγάλο και απόλυτο φαινόμενο όπως σε μερικές αραβικές χώρες.
Η μόνιμη εγκατάσταση ήταν διαδεδομένη από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια και η γεωργία αναπτύχθηκε ακόμα και σε άνυδρες ζώνες, χάρη στην εφεύρεση του υδατικού εφοδιασμού που με το δίκτυο των κανάτ, των υπόγειων καναλιών, παίρνουν νερό από τις φλέβες και το μεταφέρουν σε απόσταση 10 ή και 20 χλμ., στα χωριά που βρίσκονται στο κέντρο των προσχωσιγενών πεδιάδων, όπου υπάρχουν τα γονιμότερα εδάφη.
Η αρχαία πληθυσμιακή ισορροπία του Ι. διαταράχτηκε σημαντικά από τη μογγολική εισβολή, που προκάλεσε στο υψίπεδο εκτεταμένα φαινόμενα νομαδισμού. Αργότερα, όταν οι νομάδες αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα και να ασχοληθούν με τη γεωργία, έλαβαν τα μέτρα τους εναντίον της ανασφάλειας που απειλούσε την περιοχή. Έτσι διαδόθηκαν τα κάλα, οχυρωμένα χωριά με ψηλό αμυντικό τείχος που έχει μία μοναδική πρόσβαση και παρατηρητήρια στις γωνίες. Εκεί βρίσκονται ευθυγραμμισμένες γύρω από μία αυλή, που χρησιμεύει ως περιφραγμένος χώρος για τα ζώα, οι φτωχικές και απλές κατοικίες των βοσκών, φτιαγμένες από λάσπη, με στέγη πολλές φορές θολωτή. Τα κάλα, ως προς τη δομή τους, αποτελούν τυπικές εκφράσεις μιας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, βασισμένης στην κτηνοτροφία και στη γεωργία.
Σήμερα, με την αγροτική μεταρρύθμιση, τα κάλα προορίζονται να παίξουν τον ρόλο κέντρων συλλογικής ζωής. Είναι βέβαιο ότι στο ιρανικό τοπίο αποτελούν ένα σπουδαίο στοιχείο: βρίσκονται στις ανοιχτές πεδιάδες και περιβάλλονται από δάση με λεύκες και κήπους, πέρα από τους οποίους εκτείνονται οι αγροί με τα δημητριακά, που τέλος παραχωρούν τη θέση τους στους βοσκότοπους.
Στις ζώνες που είναι περισσότερο ευνοημένες από το κλίμα, όπως στην κασπιακή πλευρά του Αζερμπαϊτζάν, τα σπίτια στα χωριά (ντεχ) είναι χτισμένα με πέτρα ή ξύλο και λάσπη, ανάλογα με τη ζώνη. Δεν λείπουν ούτε τα διάσπαρτα σπίτια κατά μήκος της εύφορης ζώνης που βρέχεται από την Κασπία θάλασσα. Χωριά με σπίτια από λάσπη και στέγες επίπεδες υπάρχουν και στον Ζάγρο, όπου διαμένουν οι πληθυσμοί ημιμόνιμης εγκατάστασης, οι οποίοι, το καλοκαίρι, οδηγούν τα ζώα τους στους ψηλούς βοσκότοπους των βουνών. Οι Κασκάι ζουν σε μαύρα αντίσκηνα, αραβικού τύπου, αλλά έχουν και αυτοί μερικά χωριά στην Γκαρμσίρ, την παράκτια λωρίδα στον Περσικό Κόλπο.Περίπου το 40% του ιρανικού πληθυσμού ζει στα χωριά και στα μικρά κέντρα, σε νομαδική ή ημινομαδική κατάσταση. Οι υπόλοιποι κατοικούν στα αστικά κέντρα. Αυτά βρίσκονται συνήθως σε αρδευόμενες ζώνες, λίγο ή πολύ πλούσιες και εκτεταμένες, με αρχαία εγκατάσταση ανθρώπινων οικισμών, και έχουν διατηρήσει στον χρόνο τις εμπειρικές, χειροτεχνικές, θρησκευτικές και διοικητικές λειτουργίες τους. Σπουδαιότερο ρόλο παίζουν οι πρωτεύουσες των επαρχιών.
Το μεγαλύτερο μέρος των πιο πυκνοκατοικημένων κέντρων βρίσκεται στις ορεινές ζώνες του Ζάγρου, του Αζερμπαϊτζάν, του Κουρδιστάν και της κασπιακής περιοχής.
Το τζαμί, όπως σε όλες τις μουσουλμανικές πόλεις, αποτελεί το κεντρικό πολεοδομικό στοιχείο. Παράλληλα με αυτό υπάρχει η αγορά και, σε θέση πιο περιφερειακή, οι αστικές συνοικίες.
Στα νεότερα χρόνια οι ιρανικές πόλεις, μολονότι πήραν τις όψεις των πόλεων της Δύσης, έχουν διατηρήσει την περσική πολεοδομία με τις φαρδιές και δενδροφυτεμένες λεωφόρους, τους σκιερούς κήπους, τις κρήνες, στοιχεία που δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σε μια χώρα που το καλοκαίρι μαστίζεται από τη σκόνη και τη ζέστη. Αυτά τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά βαθμιαία σπανίζουν στις πόλεις που είχαν μια πρόσφατη και γρήγορη ανάπτυξη και η Τεχεράνη είναι μια πόλη σε μεγάλο βαθμό ανώνυμη, με δυτικά κτίρια που συνυπάρχουν με τα παλαιότερα, όπου επικρατούν μερικές φορές παραδοσιακά μοτίβα.
Κυριότερες πόλεις του Ι. είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 1996, έτος της τελευταίας απογραφής· για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα): η πρωτεύουσα Τεχεράνη (6.758.845), Μασχάντ (1.887.405), Ισπαχάν (1.266.072), Ταμπρίς (Ταυρίδα, 1.191.043), Σιράζ (1.053.025), Καμ (777.677), Κερμανσάχ (692.986), Ουριμιγιέ (435.200), Ραστ (417.748), Χαμαντάν (401.281), Κερμάν (384.991).Μετά το μεγαλείο των παρελθόντων ιστορικών εποχών, το Ι. βρέθηκε στα νεότερα χρόνια σε συνθήκες οπισθοδρόμησης, με την οικονομία του βασισμένη σε έναν πρωτογενή τομέα αρχαϊκού τύπου.
Από το 1963, έτος κατά το οποίο άρχισε η λευκή επανάσταση, η πρόοδος της χώρας ήταν αδιάλειπτη και εμφανίζονται ήδη τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής ανόδου. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου έδωσε μια ισχυρή ώθηση στην εκβιομηχάνιση. Η οικονομική πολιτική στράφηκε προπάντων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στη δημιουργία υποδομών, παραμελώντας κάπως τη γεωργία, που βοηθήθηκε ωστόσο από μια περιπετειώδη αγροτική μεταρρύθμιση. Στην ύπαιθρο άρχισε μια διαδικασία γεωργικής αναδιοργάνωσης μέσω των αγροτικών κέντρων καλλιέργειας και με τη δραστηριοποίηση χιλιάδων νεαρών διπλωματούχων και μορφωμένων, που ήταν οργανωμένοι στους στρατούς της μάθησης και της δημόσιας υγείας. Το πέμπτο πενταετές σχέδιο (1973-78) –που αναθεωρήθηκε πολλές φορές– για μεγαλύτερες επενδύσεις χάρη στην όλο και μεγαλύτερη εισροή πετροδολαρίων (από 3 σε 22 δισ. δολάρια μέσα σε τέσσερα χρόνια), μολονότι αφορούσε τη βιομηχανία, αυτή τη φορά εστίασε την προσοχή του στην ανάπτυξη της γεωργίας, καθώς πολλά είδη διατροφής στη χώρα προέρχονταν από εισαγωγές. Στο γενικό πλαίσιο, αξιοσημείωτα είναι και τα ποσά που διατέθηκαν για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων – ενίσχυση που θεωρήθηκε αναγκαία από την κυβέρνηση για εσωτερικούς και διεθνείς λόγους. Από το 1968 η οικονομία εισήλθε σε φάση ανόδου και σημειώθηκαν, μέχρι την επανάσταση, μεγάλες πρόοδοι στον ενεργειακό, εξορυκτικό και μεταποιητικό τομέα.
Η ισλαμική επανάσταση, που άλλαξε τη φυσιογνωμία της χώρας, είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην οικονομία. Η παραγωγή πετρελαίου (ιδίως στα διυλιστήρια του Αμπαντάν) εκμηδενίστηκε, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η χώρα να κάνει εισαγωγές για να καλύψει στοιχειώδεις εσωτερικές ανάγκες. Η βιομηχανική παραγωγή παρέλυσε και η ζημιά που σημειώθηκε στην εθνική οικονομία έφτασε σε αρκετά δισ. δολάρια. Η πολιτική που ακολουθήθηκε από τότε μέχρι σήμερα δημιούργησε πολλά προβλήματα. Έτσι, ενώ η χώρα διαθέτει τεράστια αποθέματα πετρελαίου (η δεύτερη από τις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ), η θεοκρατική αντίληψη που διέπει την πολιτική εξουσία δημιουργεί αντιδράσεις από τις άλλες χώρες και κυρίως από τις ΗΠΑ. Οτιδήποτε καινούργιο, δυτικό, θεωρείται ύποπτο. Η νέα τεχνολογία δύσκολα περνά τα σύνορα της χώρας. Το ΑΕΠ υπολογιζόταν σε 426.000 εκατ. δολάρια το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 6.400 δολάρια. Ο πληθωρισμός ήταν 13% (2001) και η ανεργία 14% (1999).
Ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 30% του ενεργού πληθυσμού και παράγει το 20% του ΑΕΠ, η βιομηχανία και ο ορυκτός πλούτος το 25% και το 24% αντίστοιχα, ενώ οι υπηρεσίες το 4% και το 56%. Βασική πηγή ενέργειας είναι το φυσικό αέριο και ο άνθρακας. Η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται κατά 94% σε θερμοηλεκτρικούς και κατά 6% σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς.Η γεωργία αποτέλεσε ένα από τα βασικά στοιχεία του ανανεωτικού προγράμματος που είναι γνωστό ως λευκή επανάσταση. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, κατά την περίοδο 1963-73 επετεύχθη η αποκατάσταση περίπου 16.500 χωριών (εννοουμένων ως παραγωγικών μονάδων, με τον κατοικημένο πυρήνα και τις καλλιεργούμενες γαίες ή τα εδάφη που χρησιμοποιήθηκαν ως βοσκοτόπια) και 1.050 αγροκτημάτων, που αποδόθηκαν στη συνέχεια σε 781.730 οικογένειες. Το 1973 δημιουργήθηκαν 8.470 συνεταιρισμοί (κοοπερατίβες), στους οποίους απασχολούνταν περίπου 9 εκατ. άτομα. Πριν από τη μεταρρύθμιση, περίπου το 25% των χωριών (που συνολικά ήταν 40.000) ανήκε εξ ολοκλήρου σε γαιοκτήμονες, ορισμένοι από τους οποίους είχαν στην κατοχή τους πολλά χωριά (ακόμα και 500). Αυτό το καθεστώς ιδιοκτησίας στάθηκε η κυριότερη αιτία οπισθοδρόμησης της γεωργίας. Οι συνθήκες αυτές τροποποιήθηκαν μόνο κατά ένα μέρος και πολλοί αγρότες που δεν απέκτησαν γη μετανάστευσαν στις πόλεις προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Σπουδαίος εμφανίζεται ο ρόλος των συνεταιρισμών και των ενώσεων των συνεταιρισμών. Το 1963, για την παροχή τεχνικής και οικονομικής βοήθειας στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, συστάθηκε ο κεντρικός οργανισμός για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς του Ι. (Central Οrganization for Rural Cooperatives of Ιran, CΟRC) που λειτουργούσε σε συνεργασία με ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα. Με σκοπό να ευνοηθεί και να συντονιστεί η ανάπτυξη των σχέσεων και η παραγωγική ένωση ανάμεσα στα χωριά και στα αγροκτήματα, ιδρύθηκαν από το 1969 οι γεωργικές ενώσεις. Ένα άλλο μέτρο που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της λευκής επανάστασης, παράλληλα με τη διάδοση της εκπαίδευσης και της παροχής ιατρικής περίθαλψης στην ύπαιθρο, ήταν τα σώματα για την ανάπτυξη που είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους χωρικούς μαθαίνοντάς τους τη χρήση των σπόρων, των λιπασμάτων και των παρασιτοκτόνων, τις σύγχρονες τεχνικές καλλιέργειες, τον αγώνα κατά των ασθενειών των κοπαδιών τους και εναντίον των καταστροφών που προκαλούσαν τα τρωκτικά.
Το πέμπτο πενταετές πρόγραμμα προέβλεπε, ακόμα, σπουδαίες χρηματοδοτήσεις για έργα άρδευσης, εκμηχάνισης, εκσυγχρονισμού της τεχνικής των καλλιεργειών, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την παραγωγή λιπασμάτων με τη δημιουργία καινούργιων μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων. Από τα διάφορα συστήματα άρδευσης, το πιο διαδεδομένο είναι εκείνο των κανάτ, υπόγειων διαδρόμων, στους οποίους ρέει το νερό από τη φλέβα που βρίσκεται στους πρόποδες των αναγλύφων.
Η καλλιεργήσιμη γη περιορίζεται στο 10% του εδάφους. Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων επιφανειών καταλαμβάνεται από δημητριακά, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερη θέση έχει το σιτάρι, το οποίο αντέχει στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και είναι διαδεδομένο τόσο στα άγονα και στεπικά εδάφη όσο και στα βουνά. Επίσης, εξέχουσα θέση καταλαμβάνει το ρύζι. Σε μερικές ζώνες της Γκιλάν επικρατεί η καλλιέργεια σε αναβαθμίδες, σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη των μουσωνικών χωρών. Πολύ διαδεδομένο είναι και το κριθάρι, που προσαρμόζεται τόσο με το κλίμα όσο και με την ημινομαδική κτηνοτροφία. Καλλιεργούνται επίσης η πατάτα, τα δημητριακά, τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα πορτοκάλια κ.ά.
Ανάμεσα στα βιομηχανικά φυτά, μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει το βαμβάκι. Στις βόρειες περιοχές καλλιεργείται η γιούτα. Το λινάρι, το σουσάμι, το κίκι (ρίκινος) και η σόγια διαδίδονται ολοένα και περισσότερο, ενώ μια παραδοσιακή καλλιέργεια διαδεδομένη από καιρό είναι ο καπνός, που έχει τις καλύτερες ποιότητες στο Αζερμπαϊτζάν και στην Γκιλάν. Ένα άλλο παραδοσιακό φυτό είναι η μήκων η υπνοφόρος, από την οποία, αφού χαραχτούν οι κάψες που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει, βγαίνει ένα παχύρρευστο υγρό, το οποίο, με κατάλληλη επεξεργασία, δίνει τη μορφίνη. Η περιοχή καλλιέργειάς του έχει περιοριστεί, ύστερα από επέμβαση της κυβέρνησης που απαγόρευσε την ελεύθερη καλλιέργεια του φυτού, θέτοντας υπό έλεγχο τις φυτείες που προορίζονται να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της βιομηχανίας φαρμακευτικών ειδών. Το τσάι, που εισήχθη στην Γκιλάν γύρω στα τέλη του 19ου αι., επεκτάθηκε πολύ σύντομα και στις άλλες βόρειες επαρχίες. Αύξηση σημειώθηκε και στην παραγωγή ζαχαρότευτλων, ενώ στις βόρειες επαρχίες υπάρχουν σύγχρονα εργοστάσια ζάχαρης που τροφοδοτούν και τη βιομηχανία παραγωγής γλυκών.
Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν τα οπωροφόρα. Το κλίμα και τα εδάφη είναι κατάλληλα για τις ποικίλες καλλιέργειες, γι’ αυτό και ευδοκιμούν οπωροφόρα δέντρα των εύκρατων χωρών, όπως η μηλιά και η αχλαδιά, ή μεσογειακών χωρών όπως η ροδακινιά, τα αμπέλια, η αμυγδαλιά, τα εσπεριδοειδή και, στις νότιες ζώνες, χουρμαδιές.
Τα δάση καλύπτουν το 11% του εδάφους. Με την αγροτική μεταρρύθμιση περιήλθαν στην ιδιοκτησία του κράτους. Η παραγωγή ξυλείας ικανοποιεί κατά μεγάλο μέρος τις εσωτερικές ανάγκες (6.840.000 κ.μ. το 1992). Το καθαυτό δάσος περιορίζεται στις υγρές κασπιακές πλαγιές του Ελμπούρζ, στις οροσειρές του Κουρδιστάν και του Λουριστάν.Πολύ σπουδαία είναι η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων. Οι στέπες, που καλύπτουν μεγάλο μέρος της εδαφικής επιφάνειας, είναι κατάλληλες για την εκτροφή αυτών των ζώων που ικανοποιούνται με φτωχούς βοσκότοπους και αντέχουν στις μετακινήσεις. Ο αριθμός τους αυξάνεται τόσο στις άγονες ζώνες, όπου οι ημινομαδικοί πληθυσμοί εφαρμόζουν πατροπαράδοτες τεχνικές, όσο και στις ζώνες όπου οι μόνιμοι κάτοικοι ασχολούνται με την παραγωγή γάλακτος, κρέατος και μαλλιού. Στις βορειοδυτικές περιοχές η κτηνοτροφία έχει πιο εμπορικό χαρακτήρα και βασίζεται σε περιζήτητες ράτσες, το δέρμα των οποίων (καρακούλ και περσιάνερ) χρησιμοποιείται για την κατασκευή γουναρικών. Η εκτροφή βοοειδών σημείωσε σημαντική ανάπτυξη (7.000.000 κεφάλια το 1991), αλλά οι κατάλληλες ζώνες είναι λίγες και περιορίζονται στα ΒΑ και στην κασπιακή πλευρά του Ελμπούρζ. Πατροπαράδοτη είναι η εκτροφή ζώων όπως καμήλες, γαϊδούρια, άλογα, βούβαλοι και η σηροτροφία, που βρίσκει θαυμάσιες συνθήκες περιβάλλοντος στις κασπιακές επαρχίες.
Η αλιεία στο Ι. δεν παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον. Μόνο κατά μήκος των ακτών της Κασπίας θάλασσας είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και αφορά προπάντων τον οξύρρυγχο, που είναι περιζήτητος όχι μόνο για το κρέας του αλλά και για το χαβιάρι. Το σπουδαιότερο αλιευτικό κέντρο είναι η Μπαντάρ-ε-Παχλεβί, κέντρο συλλογής και προετοιμασίας του χαβιαριού. Στις νότιες ακτές το σπουδαιότερο αλιευτικό κέντρο είναι η Μπαντάρ-Αμπάς, που διαθέτει βιομηχανίες κονσερβοποιίας. Στη ίδια περιοχή γίνεται και αλιεία μαργαριταριών.Μήδοι και Πέρσες. Πριν από την εγκατάσταση των ινδοευρωπαϊκών φυλών των Μήδων και των Περσών, το Ι. ήταν κατοικημένο, ίσως από την 4η χιλιετία π.Χ., από προϊστορικούς πληθυσμούς που ονομάζονται πρωτοϊρανικοί, οι οποίοι έφτασαν στα Δ στην περιοχή του Ζάγρου και στα ΝΔ στον Αραβικό κόλπο, στην περιοχή της Ελάμ (με την πόλη Σούσα), Α του σημερινού Βελουχιστάν. Το πρώτο γεγονός που αναφέρεται ιστορικά ήταν η κατάληψη της Ελάμ από τους κατοίκους της Κάτω Μεσοποταμίας, γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. η περιοχή της Ελάμ (και η Μεσοποταμία, σημερινό Ιράκ) υπήρξε περιφερειακή ζώνη της αρχαίας Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, που επηρεάστηκε βαθιά από τον μεσοποταμιακό πολιτισμό. Κατά την περίοδο της δεύτερης Ασσυριακής αυτοκρατορίας, υπό τον Ασουρμπανιπάλ (669-626 π.Χ.), η ασσυριακή κυριαρχία επεκτάθηκε στα βόρεια της Ελάμ, προς τη Μηδία, όπου ιδρύθηκαν τα Εκβάτανα. Αλλά ταυτόχρονα αναδυόταν βορειότερα η δύναμη των Μήδων.
Η Μηδική αυτοκρατορία κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Ασσυρία τον 7ο αι. π.Χ., υπό τη δυναστεία του Δηιόκη, ο οποίος έχτισε τα Εκβάτανα, την πόλη με τα επτά τείχη, πρωτεύουσα του βασιλείου, και απέκτησε αξιοσημείωτη δύναμη με τον Φραόρτη (647-625 π.Χ.), διάδοχο του Δηιόκη, και αργότερα με τον Κυαξάρη (625-585 π.Χ.). Αυτός, αφού νίκησε τους Σκύθες, που είχαν μια εφήμερη κυριαρχία στο Ι., στράφηκε εναντίον της Ασσυρίας καταστρέφοντας τη Νινευή (612 π.Χ.). Τον Κυαξάρη διαδέχτηκε ο Αστυάγης (585-550 π.Χ.), ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας.
Ο Κύρος Β’ ο Μέγας (550-529 π.Χ.), της Περσικής φυλής των Αχαιμενιδών, κατέκτησε τα Εκβάτανα και ίδρυσε την περσική αυτοκρατορία. Ο σπουδαίος αυτός στρατηγός και πολιτικός νίκησε τον Κροίσο, βασιλιά της Λυδίας, και προσάρτησε όλη τη Μικρά Ασία και τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, πολέμησε στην Ανατολή και, εκμεταλλευόμενος τους δυναστικούς ανταγωνισμούς του συμμαχικού βασιλείου της Βαβυλωνίας, κατέκτησε χωρίς δυσκολία την πρωτεύουσα όπου ανακηρύχθηκε βασιλιάς (539 π.Χ.). Το έργο του Κύρου ολοκληρώθηκε από τον γιο του, Καμβύση (529-522 π.Χ.), που διεύρυνε την Περσική αυτοκρατορία στην Αίγυπτο (το μοναδικό κράτος της Εγγύς Ανατολής που είχε μείνει ακόμα ανεξάρτητο) νικώντας τον Ψαμμήτιχο Γ’. Αφού προσπάθησε μάταια να επεκτείνει τις κατακτήσεις του κατά μήκος της κοιλάδας του Νείλου, ο Καμβύσης αναγκάστηκε το 522 π.Χ. να γυρίσει στην Περσία εξαιτίας της συνωμοσίας ενός μάγου, του Γαυμάτα, που υποστήριζε ότι ήταν αδελφός του βασιλιά, ο Μπαρντίγια ή Σμέρδις.
Στο ταξίδι της επιστροφής όμως, ο Καμβύσης πέθανε ή ίσως δολοφονήθηκε. Ο Γαυμάτας τότε κατόρθωσε να ανακηρυχθεί βασιλιάς, αλλά σύντομα ανατράπηκε από τις αριστοκρατικές οικογένειες, σε μία από τις οποίες ανήκε ο νέος βασιλιάς Δαρείος Α’ (522-485 π.Χ.).
Ο νέος ηγεμόνας άρχισε να σκέφτεται την Ευρώπη και την Ελλάδα: οι επικοινωνίες ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες ήταν εύκολες και συχνές και ο βασιλιάς της Περσίας εμπλεκόταν έμμεσα στους πολιτικούς αγώνες της Ελλάδας, πάντοτε ως υποστηρικτής των αριστοκρατικών κυβερνήσεων. Όταν πράγματι ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, γιος του Πεισιστράτου, εκδιώχθηκε (520 π.Χ.), βρήκε υποστήριξη στην αυλή του σατράπη των Σάρδεων. Με τη σειρά τους, οι Αθηναίοι πήγαν στην Ασία να βοηθήσουν τη Μίλητο και τις άλλες πόλεις της Ιωνίας, όταν αυτές επαναστάτησαν εναντίον της Περσίας (499-494 π.Χ.). Το τελευταίο αυτό επεισόδιο υπήρξε κατά ένα μέρος η αιτία των Περσικών πολέμων, επικεφαλής των οποίων ήταν οι ίδιοι οι βασιλιάδες Δαρείος Α’ (490 π.Χ.) και Ξέρξης (480-479 π.Χ.).
Την εποχή του Ξέρξη (485-465 π.Χ.), πολλές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και των ανατολικών νησιών του Αιγαίου απελευθερώθηκαν και προσχώρησαν στην Αθηναϊκή συμμαχία της Δήλου.
Ο Ξέρξης αναγκάστηκε να καταστείλει εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και στη Βαβυλωνία και βρήκε τον θάνατο ύστερα από συνωμοσία στο παλάτι. Ο Αρταξέρξης Α’ (465-424 π.Χ.) είχε μια μακρά και σχετικά ειρηνική βασιλεία. Συνήψε με την Αθήνα ειρήνη που ονομάστηκε Καλλίειος (449 π.Χ.), η οποία θεωρητικά έθεσε τέρμα στους Περσικούς πολέμους. Αλλά, εκμεταλλευόμενοι τη σύρραξη Αθήνας και Σπάρτης (Πελοποννησιακός πόλεμος), οι Πέρσες εξακολούθησαν να ασχολούνται με τα ελληνικά ζητήματα.
Μετά τον θάνατο του Αρταξέρξη, ύστερα από μια περίοδο δυναστικών διαφωνιών και τη συντομότατη βασιλεία του Ξέρξη Β’, ηγεμόνας έγινε ο σατράπης της Υρκανίας με το όνομα Δαρείος Β’ ο νόθος (424-404 π.Χ.)· η βασιλεία του συνέπεσε χρονικά με την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, που ήταν καταστρεπτικός για την Αθήνα και τους συμμάχους που της είχαν απομείνει. Οι πόλεις της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν ξανά να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στην Περσία και η ίδια η Σπάρτη συμμάχησε με τον Πέρση βασιλιά. Όταν πέθανε ο Δαρείος Β’ (404 π.Χ.), τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρσάκης, που πήρε το όνομα Αρταξέρξης Β’ (404-358 π.Χ.). Αλλά πλέον και η Περσία είχε εξασθενήσει στρατιωτικά: το 399 π.Χ. οι Πέρσες εκδιώχθηκαν από την Αίγυπτο. Ταυτόχρονα, έγιναν μεγάλες εξεγέρσεις στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο· η τελευταία απέκτησε την ανεξαρτησία της με τον Ευαγόρα. Το 345 π.Χ., υπό τη βασιλεία του Αρταξέρξη Γ’ (358-338 π.Χ.), η Αίγυπτος έγινε πάλι περσική, αλλά δεκατέσσερα χρόνια αργότερα την κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η δυναστεία των Αρσακιδών. Ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε το σχέδιο του πατέρα του, Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, να απελευθερώσει τις ελληνικές πόλεις από τους Πέρσες. Η μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα να απελευθερωθούν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και η μάχη της Ισσού στην Κιλικία (333 π.Χ.), στην οποία συγκρούστηκε πρώτη φορά με τον Δαρείο Γ’ τον Κοδομανό, υπήρξε μια ολοκληρωτική ήττα για τους Πέρσες. Το 331 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς νίκησε άλλη μία φορά και κατέστρεψε τον περσικό στρατό ανάμεσα στις Σάρδεις και στα Σούσα, στα Γαυγάμηλα· άμεση συνέπεια της μάχης ήταν η παράδοση των μεγάλων περσικών πόλεων, Βαβυλώνας, Σούσων και Περσέπολης. Η τελευταία αυτή, που στην αρχή είχε προβάλει αντίσταση, λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε (330 π.Χ.) και ο Δαρείος, που είχε κλειστεί στην παλαιά πρωτεύουσα των Μήδων, τα Εκβάτανα, καθώς πλησίαζε ο Αλέξανδρος, τράπηκε σε φυγή στην Ανατολή, συνοδευόμενος από έναν μικρό αριθμό αξιωματούχων και στρατιωτών. Ύστερα από μια σύντομη παραμονή στα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος καταδίωξε τον Πέρση βασιλιά έως τη Βακτριανή. Αλλά δεν μπόρεσε να τον συλλάβει ζωντανό, γιατί ο σατράπης εκείνης της περιοχής, αφού έπιασε τον άτυχο βασιλιά, τον θανάτωσε (Ιούλιος 330 π.Χ.). Ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει: χρειάστηκαν τρία χρόνια ακόμα για να καταληφθούν οι πιο ανατολικές σατραπείες της Βακτριανής και της Σογδιανής (σημερινά Αφγανιστάν και Τουρκμενιστάν). Ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ., στην επιστροφή του από την εκστρατεία στην Ινδία, που τερματίστηκε με ένα είδος συμμαχίας με τον βασιλιά Πώρο.
Στην οργάνωση της αυτοκρατορίας, ο Μακεδόνας βασιλιάς θεωρήθηκε κληρονόμος των Αχαιμενιδών και σεβάστηκε την οργάνωση σε περιοχές ή σατραπείες. Σε μερικές περιοχές διατήρησε τους Πέρσες σατράπες στους οποίους έδωσε Έλληνες ή Μακεδόνες λειτουργούς, ενώ σε άλλες τοποθέτησε Ευρωπαίο σατράπη, τον οποίο σε όλες τις περιπτώσεις έλεγχε άμεσα. Οι σατράπες δεν είχαν στρατιωτικές εξουσίες, αλλά στρατολογούσαν στρατιώτες για τον αυτοκρατορικό στρατό, που ήταν το πραγματικό όργανο της κεντρικής εξουσίας. Οι αυτόχθονες σατράπες αφήνονταν προπάντων στις κεντρικές και στις ανατολικές επαρχίες. Από αυτές, αντιστοιχούν στη σημερινή Περσία οι επαρχίες της Μηδίας, της Σουσιανής, της Περσίδας, της Υρκανίας, της Καρμανίας, μέρος της Αρίας και της Γεδρωσίας.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η αυτοκρατορία, μεγαλύτερη από την περσική την οποία διαδεχόταν, επειδή περιλάμβανε και την Ελλάδα και τη Μακεδονία, διαιρέθηκε ανάμεσα στους στρατηγούς του, τους λεγόμενους διαδόχους. Αλλά το ασιατικό τμήμα της δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητά του και μια σειρά από πολέμους οδήγησε στον σχηματισμό αυτόνομων κρατών, τα μεγαλύτερα από τα οποία ήταν η Μακεδονία, η Αίγυπτος και η Συρία. Οι κεντρικές και ανατολικές σατραπείες της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν μέρος, από το 301 π.Χ. (μάχη της Ιψού), του βασιλείου του Σέλευκου, που περιλάμβανε τη Μεσοποταμία, τη Συρία και μέρος της Μικράς Ασίας. Σχηματίστηκε επίσης ένα ανεξάρτητο κράτος στη βόρεια περιοχή της σατραπείας της Μηδίας, κατά μήκος των ακτών της Κασπίας, που ονομάστηκε Ατροπατηνή.
Κατά τη βασιλεία του τρίτου Σελευκίδη ηγεμόνα, Αντίοχου Β’ (261-246 π.Χ.), συστάθηκαν άλλα δύο ανεξάρτητα βασίλεια, της Βακτριανής και της Παρθίας, στο ανατολικό τμήμα του ιρανικού υψιπέδου, που έμελλε να γίνει το μοναδικό κράτος που θα ανταγωνιζόταν τη Ρώμη στην Ανατολή. Η Παρθία ήταν μία από τις επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας, κατοικημένη από έναν πληθυσμό που προερχόταν από τη Σκυθία. Το 250 π.Χ. ένας τοπικός ηγεμόνας, ο Αρσάκης, κατόρθωσε να κερδίσει την αυτονομία από τους Σελευκίδες, ιδρύοντας την καινούργια δυναστεία των Αρσακιδών. Από τους διαδόχους του, που προσπάθησαν με διαφορετικό τρόπο να επεκτείνουν το βασίλειο εις βάρος των Σελευκιδών, ο πιο ικανός και τυχερός υπήρξε ο Μιθριδάτης Α’, που μπορεί να θεωρηθεί ο πραγματικός θεμελιωτής του παρθικού βασιλείου (171-138 π.Χ.). Ο Μιθριδάτης Α’ κατέκτησε στην Ανατολή μέρος του βακτριανού βασιλείου, στη Δύση προσάρτησε τη Μηδία και στα νότια την Ελάμ και την Περσίδα, καθώς και την Κάτω Μεσοποταμία. Ο ανιψιός του, Μιθριδάτης Β’, διεύρυνε στα Δ την αυτοκρατορία έως τα νότια όρια της Συρίας και έως την Αρμενία στα ΒΔ.
Οι Ρωμαίοι, που είχαν γίνει στο μεταξύ κληρονόμοι των Σελευκιδών, από την πρώτη δεκαετία του 1ου αι. π.Χ. βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Πάρθους· είτε υπέστησαν ήττες, όπως εκείνη του Κράσσου στις Κάρρες το 53 π.Χ., είτε διαμόρφωσαν μια ανυπόφορη κατάσταση, όπως επί Τραϊανού, ο οποίος όχι μόνο κατέκτησε την Αρμενία μετατρέποντάς τη σε ρωμαϊκή επαρχία αλλά πέρασε στο παρθικό έδαφος και κατέκτησε την Κτησιφώντα (116 μ.Χ.). Ο Αδριανός, το 123, απαρνήθηκε τις κατακτήσεις και επανέφερε τα σύνορα στα αρχικά όρια, στον Ευφράτη. Νέες ρωμαϊκές επιθέσεις εξαπολύθηκαν υπό τον Μάρκο Αυρήλιο (163-166) και τον Σεπτίμιο Σεβήρο (197-198).
Η δυναστεία των Σασσανιδών και η αραβική κυριαρχία. Ενώ ο Αλέξανδρος Σεβήρος ήταν αυτοκράτορας στη Ρώμη, μια εξέγερση υπό την ηγεσία του Πέρση αριστοκράτη Αρντασίρ κατόρθωσε να ανατρέψει τη δυναστεία των Αρσακιδών· αφού νίκησε το 224 τον Αρτάβανο Ε’, τελευταίο βασιλιά των Πάρθων, και αφού κατέκτησε στη συνέχεια την Κτησιφώντα, ο Αρντασίρ ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περσικής αυτοκρατορίας δίνοντας με τον τρόπο αυτό ζωή στην εθνική δυναστεία των Σασσανιδών. Τον διαδέχτηκε το 241 ο Σαπούρ Α’ (Σαπώρ, 241-272) που σημείωσε μια σειρά από νίκες επί των Ρωμαίων, από τους οποίους απέσπασε την Αρμενία και τη Μεσοποταμία, και νίκησε τον αυτοκράτορα Βαλεριανό στην Έδεσσα (260).
Κατά τον 4ο και 5ο αι., μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330) και τη μετέπειτα απόσπαση του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας της Ρώμης, η Περσία βρέθηκε να συνορεύει με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία· ακολούθησαν δύο αιώνες με σχεδόν συνεχείς πολέμους. Κατά τη βασιλεία του Σαπούρ Β’ (310-379) ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έφτασε στην Κτησιφώντα (363), αλλά πέθανε μετά από τραυματισμό του σε μάχη.
Εκείνη την περίοδο στην Περσία ο μαζδεϊσμός (ή ζωροαστρισμός) δεν ήταν η μοναδική θρησκεία. Είχε κάνει την εμφάνισή του ο χριστιανισμός και το 409 εκδόθηκε ένα έδικτο παρόμοιο με εκείνο των Μεδιολάνων (313). Το 410 συγκλήθηκε σύνοδος στη Σελεύκεια και εξελέγη και ένας επίσκοπος.
Ο πιο μεγάλος βασιλιάς της σασσανιδικής δυναστείας υπήρξε ο Χοσρόης Α’ ο Δίκαιος (531-579), σύγχρονος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565)· εκείνη την εποχή η Περσία και η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου. Αλλά, μετά τον θάνατο του Χοσρόη Β’ (590-628), φυσικές καταστροφές, εισβολές και δυναστικοί αγώνες οδήγησαν στην αναρχία. Μετά την αραβική κατάκτηση (641), και για αιώνες ολόκληρους, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτόνομο περσικό κράτος, αλλά μάλλον για μια ιρανική περιοχή, ενιαία από εθνολογική άποψη, αλλά πολιτικά και νομικά υποταγμένη και, ταυτόχρονα, διαμελισμένη σε πολλές τοπικές ηγεμονίες.
Οι οπαδοί του Μωάμεθ, με την εκπληκτική ικανότητα επεκτατισμού που διέθεταν, είχαν να αντιμετωπίσουν στην ιρανική περιοχή μια κατάσταση βαθιάς εξασθένησης, τέτοιας που διευκόλυνε σημαντικά τη σύντομη διάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας. Μεγάλο μέρος των ιρανικών πληθυσμών προσχώρησε στον ισλαμισμό. Οι Ιρανοί αφέθηκαν στην αποκεντρωτική διεύθυνση των διοικητικών υπηρεσιών, και μονάχα αργότερα οι χαλίφηδες εισήγαγαν την υποχρεωτική χρήση της αραβικής γλώσσας. Για περισσότερο από έναν αιώνα, στο Ι., η υπακοή στους Ομεϊάδες χαλίφες ήταν απόλυτη.
Αλλά κατά τους αγώνες για την απόκτηση της εξουσίας ανάμεσα στους διαδόχους του Προφήτη και στους αντίστοιχους οπαδούς τους, διαμορφώνονταν σχισματικά και αιρετικά κινήματα και ακριβώς από τα ακραία ανατολικά σύνορα του Ι. οι απόγονοι του Αμπάς, θείου του Μωάμεθ, προετοίμαζαν τη σιιτική εξέγερση εναντίον του χαλιφάτου των Ομεϊάδων, το οποίο θεωρούσαν παράνομο. Η οικογένεια του Αμπάς, καθαρά αραβική, αλλά εγκατεστημένη στην Περσία, βρήκε στους Ιρανούς τα κατάλληλα όργανα· το 750 ο Ομεϊάδης χαλίφης Μαρουάν Β’ νικήθηκε από τους Πέρσες στρατηγούς που υποστήριζαν την εξέγερση. Τότε ιδρύθηκε και το χαλιφάτο των Αββασιδών, που έμελλε να διαρκέσει τυπικά έως τη μογγολική εισβολή. Στη νέα αββασιδική αυλή, που σταθεροποιήθηκε οριστικά στο Ιράκ με την ίδρυση της Βαγδάτης (762), επικράτησαν τα ιρανικά ήθη και έθιμα.
Η διάσπαση της ιρανικής ενότητας και η περίοδος των Σελτζούκων. Το Χορασάν, στο ακραίο ανατολικό όριο του Ι., υπήρξε η πρώτη περιοχή όπου εκδηλώθηκαν ανοιχτές εξεγέρσεις εναντίον του χαλίφη της Βαγδάτης, από τους τοπικούς κυβερνήτες που σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν απολυταρχικές εξουσίες δυναστικού χαρακτήρα. Το 831 ο πρώτος των Ταχιριδών εγκατέστησε στη Νισαμπούρ την πρωτεύουσα του Χορασάν. Η δυναστεία, που κυβέρνησε την περιοχή έως το 873, εξακολούθησε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στον χαλίφη. Το 867, ένας κοινός ληστής, ο Γιακούπ ιμπν Λάιθ ας-Σαφάρι, ορίστηκε κυβερνήτης του Χορασάν από τους ίδιους τους Ταχιρίδες και, αφού ανέλαβε την εξουσία, προσπάθησε να επιτεθεί ακόμα και εναντίον της Βαγδάτης, κάτω από τα τείχη της οποίας πέθανε (879). Ο αδελφός του επιτέθηκε εναντίον των Σαμανιδών που κυβερνούσαν την Υπερωξιανή, αλλά ηττήθηκε το 902, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε. Οι Σαφαρίδες εξακολούθησαν να κυβερνούν το Σιστάν, ενώ όλο το ανατολικό Ι., σχεδόν επί έναν αιώνα, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Σαμανιδών, που εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στην Μπουχάρα. Σε μια άλλη ζώνη, ο Μαρντάουιτζ ιμπν Ζιγιάρ κατέλαβε (928) τα παράλια της Κασπίας, διόρισε κυβερνήτη τον Νταϊλάμ Άλι ιμπν Μπουβάιχ, και ο τελευταίος αυτός σε σύντομο διάστημα κατόρθωσε να καταλάβει, ακολουθούμενος από τους άλλους Μπουβαϊχίδες, το κεντροδυτικό Ι. έως το 1055, και μέρος του Ιράκ. Αλλά, ήδη από το 960, ένας Σαμανίδης σκλάβος, ο Αλπτιγκίν, είχε γίνει κυβερνήτης του Χορασάν και είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Γάζνι. Όταν η εξουσία των Μπουβαϊχιδών άρχισε να εξασθενεί, οι Γαζναβίδες κατέκτησαν το δυτικό τμήμα του βασιλείου τους (1029).
Το 999 ο έκτος των Γαζναβιδών, Μαχμούτ, είχε θέσει τέρμα στο βασίλειο των Σαμανιδών. Υπό την κυριαρχία του, που διήρκεσε έως το 1030, αναπτύχθηκαν οι περσικές τέχνες και η λογοτεχνία, ιδρύθηκαν βιβλιοθήκες, τζαμιά και πανεπιστήμιο.
Ο αρχηγός μερικών ισχυρών τουρκικών φυλών, Τουγρίλ Μπεγκ, στον οποίο είχε ανατεθεί από τον Μαχμούτ η κυβέρνηση του Χορασάν, ανέτρεψε τους Γαζναβίδες και το 1055 έφτασε στη Βαγδάτη. Ο Αββασίδης χαλίφης Αλ-Κάιμ του άνοιξε τις πύλες της πόλης και του παραχώρησε στην πράξη όλη την τεράστια μουσουλμανική αυτοκρατορία, με τον τίτλο του σουλτάνου ή βασιλιά της Ανατολής και της Δύσης. Από εκείνη τη στιγμή η μουσουλμανική αυτοκρατορία έμελλε να υπαχθεί στην εξουσία των Σελτζούκων, που κατόρθωσαν να ενώσουν υπό την εξουσία τους μεγάλο μέρος του ισλαμικού κόσμου. Οι Σελτζούκοι ήταν σουνίτες στο θρήσκευμα, δηλαδή ορθόδοξοι μουσουλμάνοι, και γι’ αυτό πολέμησαν βίαια τη σιιτική αίρεση, ισχυρότατη στην ιρανική περιοχή, και ιδιαίτερα τους ισμαηλίτες, αίρεση που είχε πολιτικές βλέψεις καθώς και θρησκευτικές απόψεις αντίθετες με τους κατακτητές. Η ιστορία των Σελτζούκων τερματίστηκε με την επιχείρηση των Χουαρίζμ σαχ, οι οποίοι όμως δεν κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στη Βαγδάτη, καθώς πριν από αυτούς είχαν καταφθάσει οι Μογγόλοι.
Τζένγκις Χαν και Ταμερλάνος. Ο Τζένγκις Χαν εισέβαλε Δ από τη Μογγολία, το 1219. Το 1221 έπεσε η περσική πόλη Νισαμπούρ, διαμονή του Μοχάματ των Χουαρίζμ Σαχ, και, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν (1227), ο γιος του, Χουλαγού, συνέχισε τη δράση του στο έδαφος του χαλιφάτου, ώσπου κατέστρεψε τη Βαγδάτη το 1258. Ηττήθηκε όμως από τους Αιγυπτίους που υπεράσπιζαν ακόμα τμήμα της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας και αποσύρθηκε στο δυτικό Ι., όπου πήρε τον τίτλο του Ιλ-χαν (δηλαδή, χαν, κατώτερος του μεγάλου αρχηγού των Μογγόλων) και έτσι άρχισε η δυναστεία των Ιλχανιδών του Ι.
Σε όλη τη διάρκεια του 14ου αι. υπήρχαν στην Περσία διαμάχες ανάμεσα στα μέλη της μογγολικής οικογένειας, και σε πολλές ζώνες εναλλάσσονταν στην εξουσία τοπικές δυναστείες μικρής σπουδαιότητας. Στο ανατολικό Ι. η διαίρεση ανάμεσα σε Τουρκεστάν και Υπερωξιανή προκάλεσε πολέμους έως το 1370, έτος κατά το οποίο ο κυβερνήτης του Τουρκεστάν Τιμούρ, γνωστός ως Ταμερλάνος, κυρίευσε την Υπερωξιανή και επικεφαλής μιας τουρκικής φυλής κινήθηκε για να καταλάβει το Χορασάν και τη Σιστάν (1380), το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία και το δυτικό Ι. (1384). Στη Συρία κατέκτησε το Χαλέπι και τη Δαμασκό, και παντού, αν και σε μικρότερο βαθμό από τους Μογγόλους, άφηνε πίσω του ερείπια. Στο κράτος του Ταμερλάνου οι Πέρσες είχαν αναλάβει σπουδαία καθήκοντα και ο πολιτισμός τους επηρέασε βαθιά την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής της εποχής των Τιμουριδών.
Μετά τον θάνατο του Τιμούρ (1405), ενώ η συνέχιση της δυναστείας ήταν σταθερή στις ανατολικές ζώνες, τόσο υπό τον Ρου Σαχ, γιο του Τιμούρ, όσο και υπό τον γιο του τελευταίου αυτού, Ουλούγ Μπεγκ, μεγάλου προστάτη των επιστημών και των τεχνών, στο δυτικό Ι. πραγματοποιήθηκαν επαφές αξιοσημείωτης σπουδαιότητας με τη Δύση.
Ο Ουζούν Χασάν, ο επονομαζόμενος Μακρύς Χασάν, επικεφαλής των λεγόμενων Ασπροπροβατάδων, είχε γίνει κυρίαρχος της δυτικής Περσίας (1469). Τα κρατίδια της Ευρώπης, ιδιαίτερα ο πάπας της Ρώμης και οι χριστιανοί ηγεμόνες, τον θεωρούσαν ως πιθανό και επιθυμητό σύμμαχο, λόγω της στρατηγικά χρήσιμης θέσης της περιοχής, στον ιερό πόλεμο εναντίον του Μεγάλου Τούρκου Μωάμεθ Β’, που θορύβησε τη Δύση. Έγιναν συχνές επαφές και ανταλλαγές πρεσβευτών (1463), ενώ για λογαριασμό του ο Μακρύς Χασάν, με εναλλασσόμενες φάσεις, κήρυξε τον πόλεμο το 1472 εναντίον των Οθωμανών Τούρκων του Μωάμεθ Β’. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ασπροπροβατάδων, το δυτικό Ι. υπέστη μια περίοδο παρακμής, λόγω της οπισθοδρόμησης αυτών των τουρκικών λαών και του διαρκούς πολέμου.
Η εποχή των Σαφαβιδών. Από το Αζερμπαϊτζάν, μερικές τουρκικές φυλές, οι λεγόμενοι Κοκκινοκέφαλοι, κατέβηκαν εναντίον των Ασπροπροβατάδων το 1502, με επικεφαλής τον Ισμαήλ, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν ήταν Τούρκος αλλά απόγονος μιας οικογένειας με αρχαιότατη σιιτική παράδοση, που καταγόταν από έναν από τους πιο πιστούς οπαδούς του Άλι. Η οικογένεια αυτή, οι Σαφαβίδες, είχε αποκτήσει στο Αζερμπαϊτζάν θρησκευτικό κύρος από πολύ καιρό, και εύκολα κατόρθωσε να εξασφαλίσει, με τη βοήθεια των όπλων, την υπακοή όχι μόνο των Τούρκων της περιοχής αλλά βαθμιαία και όλων των Ιρανών.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αι. οι Σαφαβίδες αναγκάστηκαν να περιορίσουν τα σύνορα στα Δ, εξαιτίας των συνεχών εισβολών του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Αργότερα, ο μεγάλος Σαφαβίδης Σαχ Αμπάς (1587-1629), προικισμένος με λεπτή πολιτική διαίσθηση, αφού υπέγραψε με τους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης συνθήκη που αναγνώριζε τα εδάφη τα οποία είχαν κατακτήσει, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Ουζμπέκων που είχαν αποσπάσει από το Ι. το Χορασάν και άλλες ανατολικές περιοχές, τους νίκησε και στη συνέχεια κατέκτησε πάλι τις περιοχές του Καυκάσου από τους Οθωμανούς. Ο Σαχ Αμπάς, που επέλεξε για πρωτεύουσά του το Ισπαχάν το 1598, μεταρρύθμισε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής, κατά ένα μέρος σύμφωνα με δυτικά πρότυπα· αναδιοργάνωσε τον στρατό, ολοκλήρωσε πολλά δημόσια έργα, ευνόησε τους εμπόρους από όλες τις χώρες, σύναψε διπλωματικές σχέσεις με τις κυριότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στο μεταξύ, η χώρα άρχιζε να γίνεται μήλον της έριδος ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή. Και το 1622 υπεγράφη συμφωνία ανάμεσα στην Περσία και στη Μεγάλη Βρετανία, που σκοπό είχε να προασπίσει με κάθε δυνατό τρόπο τα συμφέροντα της τελευταίας στην Ανατολή, των οποίων τιτλούχος ήταν η Εταιρεία των Ινδιών, εναντίον της Πορτογαλίας, επίσης αποικιακής δύναμης.
Το 1683 οι Τούρκοι κατέκτησαν οριστικά τη Μεσοποταμία, αποσπώντας την από τους Σαφαβίδες. Με αυτό τον εδαφικό περιορισμό, η Περσία προσκτούσε τη χαρακτηριστική γεωγραφική της μορφή, και στον δυτικό κόσμο από εκείνη τη στιγμή θα γίνεται λόγος, όπως πριν από δέκα αιώνες, για περσικό κράτος. Οι διάδοχοι του Αμπάς δεν κατάφεραν να κρατήσουν σταθερά τα ηνία της εξουσίας, αν και οι άλλοι Σαφαβίδες εξακολούθησαν τον εκπολιτισμό της χώρας. Το 1722 οι Αφγανοί λεηλάτησαν το Ισπαχάν, την πρωτεύουσα. Η Περσική αυτοκρατορία έχασε τις καυκασικές της επαρχίες, που διανεμήθηκαν ανάμεσα σε Τούρκους και Ρώσους, και η ισχύς του Ι. φαινόταν να πνέει τα λοίσθια, όταν ο Ναδίρ Σαχ, ένας μισθοφόρος στρατιώτης, κατόρθωσε να ανατρέψει την κατάσταση. Αφγανοί, Τούρκοι και Ρώσοι ηττήθηκαν ή αναγκάστηκαν με απειλές να εγκαταλείψουν τα κατακτημένα εδάφη. Στη συνέχεια ο Ναδίρ εισέβαλε στην Ινδία (1739) και προσάρτησε το Αφγανιστάν και την περιοχή Δ του Ινδού. Ύστερα στράφηκε στα Β, κατακτώντας τη Χίβα και την Μπουχάρα. Όταν δολοφονήθηκε το 1747, το βασίλειό του διαλύθηκε και για περισσότερα από σαράντα χρόνια, ιδιαίτερα στο δυτικό Ι., έγιναν δυναστικοί αγώνες, ενώ το Αφγανιστάν αποκτούσε την ανεξαρτησία του.
Η δυναστεία των Κατζάρων. Το 1779 ο ευνούχος Αγά Μοχάματ Χαν, αρχηγός των Κατζάρων –μιας από τις φυλές που περίπου τρεις αιώνες πριν είχαν οδηγήσει στην εξουσία τους Σαφαβίδες– κυριαρχούσε ανενόχλητος σε μερικές περιοχές. Το 1786 κατέλαβε την Τεχεράνη και ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της χώρας παίρνοντας τον τίτλο του σάχη, που έμελλε να διατηρήσει, μετά τον θάνατό του το 1797, η δυναστεία των Κατζάρων έως το 1925. Εκείνα τα χρόνια άρχισαν οι προσπάθειες προσάρτησης ή υποδούλωσης του ιρανικού εδάφους από μέρους της Ρωσίας και της Βρετανίας.
Το 1801 η Ρωσία προσάρτησε τη Γεωργία και το 1804 ο Φατχ Άλι Σαχ (1797-1834) διεξήγαγε έναν ατυχή πόλεμο με τη Ρωσία, ύστερα από τον οποίο ο σάχης αναγκάστηκε να παραχωρήσει στον τσάρο, με την ειρήνη του Γκιουλιστάν (1813), πολλές επαρχίες, ανάμεσα στις οποίες τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν, τις οποίες το Ι. δεν επανέκτησε ποτέ. Ο διάδοχος του Φατχ Άλι, Μοχάματ Σαχ (1834-1848), επιδόθηκε σε μια πολιτική εκκρεμούς ανάμεσα στη Βρετανία και στη Ρωσία που είχε παραχωρήσει μερικά πλεονεκτήματα στο Ι. Κατά τη βασιλεία του εμφανίστηκε στη χώρα μια θρησκευτική κίνηση, με πολιτικές και κοινωνικές πτυχές, που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ηθική πρόοδο των κατώτερων τάξεων και κατά συνέπεια στην πολιτική ζωή της Περσίας. Εκείνη την περίοδο άρχισε το κήρυγμά του ο Μιρζά Άλι Μοχάματ – κήρυγμα που βασιζόταν στην παγκόσμια ειρήνη, στην κατάργηση της διαίρεσης σε τάξεις, στη βελτίωση της θέσης της γυναίκας, στη συμφωνία της καθημερινής ζωής περισσότερο με το πνεύμα παρά με το γράμμα της θρησκείας. Στον βαβισμό (ονομασία του θρησκευτικού κινήματος του Μιρζά) προσχώρησαν πάρα πολλοί Πέρσες, αλλά, το 1850, 40.000 οπαδοί του βαβισμού θανατώθηκαν από τον νέο ηγεμόνα, Νασροντίν Σαχ, που είχε αναγορευτεί βασιλιάς το 1848.
Το 1856 μια απόπειρα που ενθαρρύνθηκε από τη Ρωσία εναντίον του Αφγανιστάν προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας: ο Βρετανός κυβερνήτης της Ινδίας κήρυξε πόλεμο κατά του Ι., που τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να αναγνωρίσει οριστικά με τη συνθήκη των Παρισίων την ανεξαρτησία του Αφγανιστάν και ταυτόχρονα να συνάψει με τη Μεγάλη Βρετανία συμφωνίες για σημαντικά οικονομικά προνόμια. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το παιχνίδι του ρωσο-βρετανικού ανταγωνισμού για την οικονομική διείσδυση στο ιρανικό έδαφος εντάθηκε περισσότερο.
Ο Νασροντίν Σαχ προσπάθησε να αναδιοργανώσει τη δικαιοσύνη και τις δραστηριότητες της κυβέρνησης. Αλλά δολοφονήθηκε (1896) από έναν οπαδό του πανισλαμισμού και ακολούθησε η βασιλεία του γιου του, Μουζαφαροντίν, που σπαταλούσε το δημόσιο χρήμα στα συχνά και πολυδάπανα ταξίδια του. Προκειμένου να καλύψει τα έξοδα, η Περσία δέχτηκε το 1900 ένα ρωσικό δάνειο 22 εκατ. ρουβλίων, παραχωρώντας ως εγγύηση τα περσικά τελωνειακά έσοδα και αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να μην επιτρέψει σε ξένους την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών. Το 1901 υπεγράφη με τη Ρωσία τελωνειακή συμφωνία.
Σε αυτή την κατάσταση της λανθάνουσας πολιτικής και οικονομικής κρίσης, μεταξύ 1905 και 1906 σημειώθηκαν οι πρώτες εκδηλώσεις των συνταγματικών, ενάντια στους οποίους ήταν ο ανώτερος κλήρος και ο σάχης, ο οποίος βρέθηκε αναγκασμένος, για να αποφύγει τα χειρότερα, να υποσχεθεί μερικές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, έπειτα από συνεχείς πιέσεις, ο ηγεμόνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα τον Αύγουστο του 1906, με το οποίο σχηματιζόταν το κοινοβούλιο ή Ματζλίς, που εγκαινιάστηκε στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Αλλά ο διάδοχός του, Μοχάματ Άλι Σαχ, προσπάθησε να επαναφέρει την απολυταρχική εξουσία. Τον Ιούνιο του 1908 διαλύθηκε το κοινοβούλιο, αλλά ύστερα από εναλλασσόμενες φάσεις οι συνταγματικοί –εφόσον είχε διαλυθεί η συνέλευση, πολεμούσαν εναντίον του τακτικού στρατού– υπερίσχυσαν και τον Ιούλιο του 1909 εισέβαλαν στην Τεχεράνη, αναγκάζοντας τον ηγεμόνα να καταφύγει στη Ρωσία και ανακηρύσσοντας βασιλιά του Ι. τον Αχμέτ, γιο του Μοχάματ.
Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος βρήκε την Περσία ουδέτερη, ενώ η πρωτεύουσά της βρισκόταν στο επίκεντρο διπλωματικών ραδιουργιών. Ωστόσο, η ουδετερότητα του αδύναμου κράτους δεν διατηρήθηκε για πολύ· οι Τούρκοι και οι Γερμανοί εισέβαλαν από τη Μεσοποταμία, οι Ρώσοι από τον Καύκασο, οι Βρετανοί από τη Μεσοποταμία και από την Ινδία. Στο τέλος του πολέμου, αφού απέτυχαν τα σχέδια ενός βρετανικού προτεκτοράτου, η Περσία συνήψε με την ΕΣΣΔ δύο συνθήκες (1919, 1921) μη επέμβασης και ακύρωσης της ρωσοβρετανικής συμφωνίας του 1907, που απέβλεπε στον περιορισμό των ρωσικών και βρετανικών ζωνών επιρροής.
Η δυναστεία Παχλεβί. Η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ήταν επικίνδυνα ρευστή. Τα πρώτα αποφασιστικά γεγονότα έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο του 1921 στην Τεχεράνη, με την πορεία των Κοζάκων ενός εθνικιστή συνταγματάρχη, του Ρεζά Χαν. Το 1923 ο 46χρονος στρατιωτικός έγινε πρωθυπουργός και τον ίδιο χρόνο ο τελευταίος των Κατζάρων, ο νεαρός Αχμέτ Σαχ, εγκατέλειπε για πάντα τη χώρα. Το 1925 μια ειδική συντακτική συνέλευση θέσπισε τυπικά την πτώση της δυναστείας των Κατζάρων, και, στις 16 Δεκεμβρίου, την ανακήρυξη του Ρεζά Χαν σε συνταγματικό ηγεμόνα του κράτους. Στις 25 Απριλίου 1926 ο Ρεζά Χαν στέφθηκε σάχης με δικαίωμα κληρονομικής διαδοχής, εγκαινιάζοντας τη δυναστεία των Παχλεβί.
Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όπως και στον Α’, η Τεχεράνη δήλωσε ουδετερότητα, και η πρόθεση αυτή επικυρώθηκε το 1941. Ωστόσο, ούτε αυτή τη φορά διατηρήθηκε η ουδετερότητα και βρετανικά και ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν και κατέλαβαν τη χώρα, προκειμένου να εξασφαλίσουν στην ΕΣΣΔ τον αμερικανικό ανεφοδιασμό μέσω ξηράς και στη Βρετανία τα πετρέλαια. Ο Ρεζά Χαν παραιτήθηκε χάριν του διαδόχου του, Μοχάματ Ρεζά Παχλεβί. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 το Ι. κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και τον Δεκέμβριο του 1943, στην Τεχεράνη, έλαβε χώρα η συνάντηση των τριών ισχυρών που έμελλε να θέσει τις βάσεις του τελικού αγώνα κατά του Άξονα για την απελευθέρωση της Ευρώπης και για τη νέα διεθνή διευθέτηση.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το Ι. έγινε δεκτό στον ΟΗΕ και στράφηκε προς τη λύση των εσωτερικών προβλημάτων που είχαν παραμεληθεί κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης από τις έκτακτες κυβερνήσεις, ρυθμίζοντας αρχικά το ζήτημα του Αζερμπαϊτζάν, όπου το 1945 οι επαναστάτες που υποστηρίζονταν από τους Σοβιετικούς είχαν ανακηρύξει την ανεξαρτησία της περιοχής. Σε αυτό, βοήθησε το έργο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που ανάγκασε τα σοβιετικά στρατεύματα να αποσυρθούν από το βόρειο Ι. Στη συνέχεια, το 1951 οι εθνικιστές, υπό την ηγεσία του Μοχάματ Μοσαντέκ, υπερίσχυσαν και θέσπισαν την εθνικοποίηση των εταιρειών πετρελαίου. Η αντίδραση των Δυτικών και των συντηρητικών δυνάμεων ήταν άμεση: στις 19 Αυγούστου 1953 ο στρατηγός Φαζλολάχ Ζαχέντι ανέτρεψε τον Μοσαντέκ, επανέφερε στον θρόνο τον Ρεζά Παχλεβί, που είχε αναγκαστεί να καταφύγει στο εξωτερικό, ο οποίος άρχισε μια αιματηρή εκκαθάριση των αντιπάλων του, καταργώντας ακόμα και τα πολιτικά κόμματα.
Τον Οκτώβριο του 1954 το Ι. αποκατέστησε τα δυτικά δικαιώματα στο πετρέλαιο με μια συμφωνία που υπεγράφη με ένα κονσόρτσιουμ ανάμεσα στις οκτώ μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου, εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα ποσοστό έως 50% επί των κερδών. Το 1955 το Ι. εισήλθε στο δυτικό σύστημα με την προσχώρηση στο σύμφωνο της Βαγδάτης. Αφού λύθηκε το πρόβλημα του πετρελαίου, κύριο μέλημα ήταν η οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής της χώρας, την ηγεσία της οποίας ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος ο σάχης.
Τον Ιανουάριο του 1963 ένα δημοψήφισμα επικύρωσε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις: καταργήθηκε η δουλοπαροικία, θεσπίστηκε αγροτική μεταρρύθμιση, εθνικοποιήθηκε ο δασικός πλούτος και ιδιωτικοποιήθηκαν οι κρατικές βιομηχανίες, εισήχθη ένα σύστημα συμμετοχής των εργατών στα κέρδη των επιχειρήσεων, επεκτάθηκε το δικαίωμα ψήφου και στις γυναίκες, άρχισε μια εκστρατεία εναντίον του αναλφαβητισμού και μια άλλη εκστρατεία εναντίον της διαφθοράς και για ίση κατανομή των φόρων.
Το Ι., που αντιμετώπισε ενεργειακό πρόβλημα, το οποίο οξύνθηκε από την αραβοϊσραηλινή σύρραξη του Οκτωβρίου 1973, πραγματοποίησε μια πολιτική προσέγγισης στην αμερικανική διπλωματία. Το 1975 αρνήθηκε να λάβει μέρος στο εμπάργκο του πετρελαίου που είχαν κηρύξει οι χώρες του ΟΠΕΚ και εξακολούθησε να χορηγεί πετρέλαιο στο Ισραήλ. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συνήλθε το πρώτο εθνικό συνέδριο του μοναδικού κόμματος (Ανανεωτικό Κόμμα του Ι.) και απαγορεύθηκε η κυκλοφορία πολλών εφημερίδων και περιοδικών. Στις 6 Αυγούστου έπεσε η κυβέρνηση Χοβέιντα.
Η εξέγερση του 1977-78. Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν τον Νοέμβριο του 1977 στην Τεχεράνη αλλά και στην Ουάσινγκτον (στη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του σάχη). Από τις 7 έως τις 9 Ιανουαρίου 1978 η ιερή πόλη Κομ συγκλονίστηκε από διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος του σάχη, στις οποίες βρήκαν τον θάνατο 60 άτομα. Στις 18 Φεβρουαρίου ο στρατός έστρεψε τα πυρά του εναντίον διαδηλωτών στην πόλη Ταμπρίζ (100 νεκροί, σύμφωνα με υπολογισμούς της αντιπολίτευσης). Στις 20 Μαΐου οι σιίτες μουλάδες ζήτησαν την εφαρμογή του μουσουλμανικού νόμου και των επιταγών του Κορανίου· η θρησκευτική αναταραχή κορυφώθηκε, καθώς η εξέγερση κατά του σάχη έλαβε τη μορφή ιερού πολέμου. Στις 18 Ιουνίου ο μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης Αγιατολάχ Χομεϊνί έκανε έκκληση στους μουσουλμάνους πιστούς του να ανατρέψουν τον σάχη. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο εντάθηκαν οι ταραχές στη Μασχάντ, στο Ισπαχάν και στη Σιράζ. Στο Αμπαντάν, άγνωστοι πυρπόλησαν έναν κινηματογράφο μέσα στον οποίο κάηκαν ζωντανοί περίπου 400 άνθρωποι.
Στις 8 Σεπτεμβρίου ξημέρωσε για την Τεχεράνη η μαύρη Παρασκευή: μια μεγάλη διαδήλωση κατά του σάχη στους δρόμους της πρωτεύουσας κατέληξε σε λουτρό αίματος. Οι νεκροί διαδηλωτές που έπεσαν από τις σφαίρες των στρατιωτών υπολογίστηκαν περίπου σε 700. Σε ολόκληρη τη χώρα επιβλήθηκε για 6 μήνες στρατιωτικός νόμος. Στις 16 Οκτωβρίου κηρύχθηκε γενική απεργία σε ένδειξη πένθους, με τη συμπλήρωση 40 ημερών από τη μαύρη Παρασκευή. Στις 29 Οκτωβρίου ξέσπασε απεργία στα διυλιστήρια του Αμπαντάν (τα μεγαλύτερα σε ολόκληρο τον κόσμο) με καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας. Στις 1 και 2 Νοεμβρίου, παρά τον στρατιωτικό νόμο, η Τεχεράνη και η Ταμπρίζ συγκλονίστηκαν από τις διαδηλώσεις. Στις 5 Νοεμβρίου η Τεχεράνη φλεγόταν από φωτιές που άναψαν παντού οι διαδηλωτές, παρέλυσε από τα οδοφράγματα και παρουσίαζε όψη κατεστραμμένης πόλης, ωστόσο, χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Στις 6 Νοεμβρίου ο σάχης όρισε στρατιωτική κυβέρνηση στη χώρα με πρωθυπουργό τον στρατηγό Γκολάμ Ρεζά Αζάρι. Στις επόμενες δύο ημέρες έγιναν συλλήψεις δώδεκα προσωπικοτήτων της χώρας, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν ο πρώην αρχηγός της μυστικής αστυνομίας (ΣΑΒΑΚ) και ο πρώην πρωθυπουργός Χοβέιντα. Στις 11 Δεκεμβρίου οι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί ηγέτες οργάνωσαν στην Τεχεράνη μεγάλη αντικαθεστωτική διαδήλωση, στην οποία έλαβαν μέρος περίπου δύο εκατομμύρια άτομα. Στις 27 Δεκεμβρίου ανεστάλησαν οριστικά οι εξαγωγές πετρελαίου από το Ι., καθώς η χώρα είχε παραλύσει από τις απεργίες. Στις 31 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε ο στρατηγός Αζάρι και στις 4 Ιανουαρίου 1979 η πρωθυπουργία ανατέθηκε σε πολιτική κυβέρνηση υπό τον Σαπούρ Μπαχτιάρ. Στις 11 Ιανουαρίου αναγγέλθηκε από την Ουάσινγκτον η είδηση ότι ο σάχης επρόκειτο να αναχωρήσει «για διακοπές» στο εξωτερικό. Δύο μέρες αργότερα συγκροτήθηκε στην Τεχεράνη συμβούλιο αντιβασιλείας, ενώ, παράλληλα, ο Χομεϊνί ίδρυσε ισλαμικό επαναστατικό συμβούλιο και απαιτούσε τον σχηματισμό ισλαμικής κυβέρνησης. Στις 16 Ιανουαρίου ο σάχης και η αυτοκράτειρα Φαράχ Ντιμπά αναχώρησαν από την Τεχεράνη, πρώτα για την Αίγυπτο και αργότερα για το Μαρόκο, με τελικό προορισμό (όπως αναγγέλθηκε) τις ΗΠΑ όπου είχε ήδη καταφύγει ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια.
Νέες διαδηλώσεις συγκλόνισαν την Περσία, αυτή τη φορά κατά του πρωθυπουργού Μπαχτιάρ. Έπειτα από διάφορες αναβολές, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί επέστρεψε στην Τεχεράνη (1 Φεβρουαρίου 1979) και στις 6 Φεβρουαρίου ανέθεσε στον παλαίμαχο αντιμοναρχικό μουσουλμάνο πολιτικό Μεχντί Μπαζαργκάν («έναν έντιμο και θρησκευόμενο Ιρανό», όπως είπε ο Χομεϊνί, και άλλοτε υπουργό του Μοσαντέκ, όπως και ο πρωθυπουργός Μπαχτιάρ) τον σχηματισμό ισλαμικής κυβέρνησης.
Ωστόσο, η αναταραχή δεν τερματίστηκε ούτε μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης και την ανατροπή του παλαιού καθεστώτος. Η φανατική προσήλωση του Χομεϊνί στα κελεύσματα του Κορανίου οδήγησε σε μια σειρά από οπισθοδρομικά μέτρα (διαταγή για την υποχρεωτική χρήση του τσαντόρ από τις γυναίκες κ.ά.) που προκάλεσαν τεράστιες διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Στο μεταξύ, λαϊκά δικαστήρια συνέλαβαν και καταδίκασαν σε θάνατο, έπειτα από συνοπτική κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία, πολλούς πρώην αξιωματούχους και στρατηγούς του καθεστώτος του σάχη, καθώς και μερικά άτομα που κατηγορήθηκαν για σεξουαλικά εγκλήματα. Ο Χομεϊνί αποσύρθηκε στην ιερή πόλη Κομ. Στις 15 Μαρτίου 1979 ο πρωθυπουργός Μπαζαργκάν, πρώτη φορά μετά την ανάληψη της εξουσίας, κάλεσε απερίφραστα (σε ομιλία του που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση) τον Χομεϊνί να «απαλλαγεί από τους κακούς συμβούλους που τον οδηγούν σε λανθασμένες αποφάσεις και τον γελοιοποιούν». Ο πρωθυπουργός επέκρινε αυστηρά τις μυστικές δίκες και τις θανατικές ποινές «που τραυματίζουν το γόητρο της χώρας». Την 1η Απριλίου 1979 ανακηρύχθηκε στη χώρα η Ισλαμική Δημοκρατία, έπειτα από δημοψήφισμα, στο οποίο 18 εκατ. Πέρσες από 16 ετών και άνω κλήθηκαν να αποφασίσουν για τη μορφή του πολιτεύματος. Η κατάσταση στη χώρα εξακολουθούσε να είναι έκρυθμη, καθώς σημειώνονταν εθνικιστικές εξεγέρσεις των μειονοτήτων (Κούρδων, Τουρκομάνων κλπ.). Στις 6 Απριλίου επαναλήφθηκαν οι δίκες των πολιτικών κρατουμένων και οι εκτελέσεις. Στις 7 Απριλίου 1979 εκτελέστηκε και ο πρώην πρωθυπουργός Αμίρ Αμπάς Χοβέιντα.
Ακολούθησε μια περίοδος έντονων εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Ο πρωθυπουργός Μπαζαργκάν προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική η οποία επεδίωκε τη συνύπαρξη των μουσουλμανικών παραδόσεων και τη σύγχρονη ανάπτυξη με τη συμμετοχή του λαού. Ωστόσο, δεν υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις που ανέτρεψαν τον σάχη, οι οποίες άρχισαν να υφίστανται την πολιτική του αποκλεισμού, ούτε από τους φανατικούς μουσουλμάνους. Ομάδα σπουδαστών κατέλαβε την αμερικανική πρεσβεία, τον Νοέμβριο του 1979, και συνέλαβε το προσωπικό της ως ομήρους. Από τα στοιχεία που βρέθηκαν στο κτίριο της πρεσβείας αποκαλύφθηκε η βαθιά διείσδυση της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών (CΙΑ) στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ο Μπαζαργκάν παραιτήθηκε, εγκρίθηκε νέο σύνταγμα με δημοψήφισμα και τον Ιανουάριο του 1980 ο οικονομολόγος Μπάνι Σαντρ εξελέγη πρόεδρος. Ωστόσο, δεν είχε την υποστήριξη της βουλής, όπου οι συντηρητικοί μουσουλμάνοι είχαν ευρεία πλειοψηφία. Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί με επίκεντρο τον ρόλο του ιμάμη Χομεϊνί, ως πνευματικού ηγέτη της χώρας, εμπόδιζαν τη διαδικασία των αλλαγών. Τον Απρίλιο του 1980 οι Αμερικανοί όμηροι βρέθηκαν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής, όταν μια απόπειρα απελευθέρωσής τους, από ειδικές δυνάμεις κομάντος των ΗΠΑ, απέτυχε οικτρά. Κατά την περίοδο αυτή οι ΗΠΑ διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Ι. Έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις, οι όμηροι απελευθερώθηκαν τον Ιανουάριο του 1981. Το Ισλαμικό Επαναστατικό Κόμμα έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη τη δεκαετία του ’80. Τον Αύγουστο του 1981 δέχτηκε βομβιστική επίθεση στα γραφεία του, με αποτέλεσμα τον θάνατο 72 ανώτατων στελεχών του, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της χώρας. Νέος πρόεδρος ανέλαβε ο Αλί Χαμενεΐ, με πρωθυπουργό τον Χουσεΐν Μουσαβί. Το καθεστώς, απασχολημένο κυρίως με τον πόλεμο με το Ιράκ, επέβαλε ένα αυστηρά θεοκρατικό σύστημα στο εσωτερικό της χώρας. Περίπου 40.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι ξεπερνούσαν τις 100.000. Πολλοί εξόριστοι οργάνωσαν στο εξωτερικό το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης, με τη συμμετοχή δεκαπέντε διαφορετικών οργανώσεων.
Ο πόλεμος με το Ιράκ. Η διένεξη ανάμεσα στο Ι. και στο Ιράκ για τη χρήση της υδάτινης διόδου του Σατ αλ Άραμπ, στον οποίο συγκλίνουν ο Τίγρης και ο Ευφράτης, καθώς και οι προσπάθειες του Ι. να προκαλέσει εξέγερση των σιιτών, που αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού του Ιράκ, οδήγησαν τελικά σε πολεμική σύρραξη με καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο χώρες. Τον Σεπτέμβριο του 1980 ιρακινά στρατεύματα εισέβαλαν στο έδαφος του Ι. με την ελπίδα ότι το καθεστώς του Χομεϊνί θα κατέρρεε γρήγορα, πράγμα που τελικά δεν συνέβη.
Το Ιράκ υποστηρίχθηκε από τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που ήθελαν να ανακόψουν την εξαγωγή της ιρανικής επανάστασης. Το Ι. υποστηρίχθηκε από τη Συρία και τη Λιβύη. Καθώς ο χρόνος περνούσε, η στρατιωτική αναμέτρηση έφθασε σε αδιέξοδο και κατά καιρούς η μία ή η άλλη πλευρά επιχειρούσε επιθέσεις για την κατάληψη ή ανακατάληψη εδαφών. Οι απώλειες σε ανθρώπους και σε υλικά αγαθά ήταν τεράστιες. Οι εκκλήσεις του Κινήματος των Αδεσμεύτων, του ΟΗΕ και της Ισλαμικής Διάσκεψης δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα και η Τεχεράνη απαιτούσε διαρκώς την αντικατάσταση του καθεστώτος της Βαγδάτης.
Η τακτική του Ι. να χρησιμοποιεί μαζικά κύματα νεαρών φρουρών της επανάστασης εναντίον των ιρακινών δυνάμεων, θέλοντας να αποκτήσει μάρτυρες της θρησκείας και του έθνους, υποχρέωσε το Ιράκ να υποχωρήσει, αλλά δεν του χάρισε τη νίκη. Το Ιράκ από την άλλη πλευρά προσπάθησε να εξασθενήσει τον αντίπαλό του, με διαρκείς βομβαρδισμούς των πετρελαιοφόρων, τα οποία φόρτωναν το πετρέλαιο του Ι. στο νησί Χαργκ του Κόλπου, ενώ και οι δύο πλευρές κατηγορήθηκαν από διεθνείς οργανώσεις τόσο για τον βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών, όπως οι πρωτεύουσές τους, όσο και για τη χρήση χημικών όπλων.
Κατά τη διάρκεια του 1986 και του 1987 οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε η διεθνής ναυσιπλοΐα στον Κόλπο οδήγησαν τις ΗΠΑ να αναλάβουν την προστασία κυρίως των πετρελαιοφόρων του Κουβέιτ, τα οποία ύψωσαν αμερικανική σημαία. Στα μέσα του 1988 ένα αμερικανικό πολεμικό σκάφος κατέρριψε επιβατικό αεροσκάφος των ιρανικών αερογραμμών πάνω από τα στενά του Χορμούζ, παραγνωρίζοντάς το ως πολεμικό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι 290 επιβάτες και το πλήρωμά του. Την ίδια περίοδο το Ι. και το Ιράκ αποδέχθηκαν την απόφαση του ΟΗΕ, με την οποία έκανε έκκληση για άμεση κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα. Στα μέσα του 1990 οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών συναντήθηκαν στη Γενεύη, ενισχύοντας τις ελπίδες για ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης.
Όμως η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, επέσπευσε τις εξελίξεις. Το Ιράκ επεδίωξε άμεση ειρήνη, αποδεχόμενο όλα τα αιτήματα του Ι., περιλαμβανομένης της επαναφοράς της συμφωνίας του Αλγερίου του 1975 με βάση την οποία χωρίστηκε το Σατ αλ Άραμπ. Το Ι. καταδίκασε την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ και εφάρμοσε τις οικονομικές κυρώσεις που αποφάσισε ο ΟΗΕ. Ωστόσο, καταδίκασε εξίσου την ανάπτυξη της πολυεθνικής συμμαχίας για την απελευθέρωση του Κουβέιτ και αιτήθηκε την αποχώρηση όλων των δυτικών δυνάμεων από την περιοχή του Κόλπου.
Υπόθεση Ρούσντι. Η προσπάθεια προσέγγισης με τη Δύση, που επιχειρήθηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, προσέκρουσε στην υπόθεση του Βρετανού συγγραφέα ασιατικής καταγωγής Σαλμάν Ρούσντι, η οποία έλαβε διεθνείς διαστάσεις. Τον Φεβρουάριο του 1989 ο Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε διατάξει τον θάνατο του συγγραφέα γιατί στο βιβλίο του Οι σατανικοί στίχοι υποτίθεται ότι αναφερόταν προσβλητικά για το Ισλάμ. Η απόφαση του Χομεϊνί προκάλεσε διεθνή κατακραυγή – σε διάφορα σημεία του κόσμου σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίον των εκδοτών του βιβλίου του Ρούσντι και πολλές χώρες περιόρισαν τις σχέσεις τους με το Ι. Μάλιστα, ο Ραφσατζανί αναγκάστηκε να επιβεβαιώσει τη φετβά κατά του Ρούσντι τον Ιανουάριο του 1993, υπό την πίεση των ακραίων συντηρητικών. Πάντως, τόνισε ότι ήταν νομικό ζήτημα και όχι πολιτική της κυβέρνησης. Μερικά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1998, ο υπουργός Εξωτερικών του Ι. εξέδωσε ανακοίνωση που διακήρυττε ότι η κυβέρνηση δεν απειλεί τη ζωή του συγγραφέα ούτε οποιουδήποτε σχετιζόμενου με το έργο, εξέλιξη που οδήγησε σε πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Βρετανία τον Μάιο του 1999. Σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, μια φετβά μπορεί να αρθεί μόνο από το πρόσωπο που την εξέδωσε, αλλά ο Χομεϊνί πέθανε λίγο μετά τη φετβά κατά του Ρούσντι.
Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Η κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ι. και του Ιράκ επέτεινε τις αντιθέσεις μέσα στην ιρανική ηγεσία, που είχαν αρχίσει από τις εκλογές του 1988 όταν ενισχύθηκαν οι μεταρρυθμιστές και ο Χασεμί Ραφσαντζανί εξελέγη πρόεδρος της βουλής.
Ωστόσο, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί διακήρυξε τον Φεβρουάριο του 1989 ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ στους μεταρρυθμιστές να κυριαρχήσουν. Ο Χομεϊνί πέθανε τον Ιούνιο του 1989 και ο Χαμενεΐ τον διαδέχτηκε ως ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ι. Λίγο αργότερα, ο Ραφσαντζανί εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία πρόεδρος. Το σημαντικότερο πρόβλημα του Ραφσαντζανί, μόλις ανέλαβε την εξουσία, ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Δύσης χωρίς να προκαλέσει τη συντηρητική πτέρυγα του καθεστώτος. Οι λαϊκές διαδηλώσεις για τις ελλείψεις τροφίμων και τις υψηλές τιμές έδειξαν την ανάγκη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, στη βουλή υπήρχε πάντα ένας σκληρός πυρήνας συντηρητικών, οι οποίοι εμπόδιζαν τις μεταρρυθμίσεις. Έτσι, στις εκλογές του 1993 ο Ραφσαντζανί εξελέγη με το 63% των ψήφων.
Στις αρχές του 1994 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα κατά του Ραφσαντζανί, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε μια οργάνωση, που θεωρήθηκε προσκείμενη στους φρουρούς της επανάστασης.
Τον Απρίλιο του 1995 ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον διέταξε ολοκληρωτικό εμπάργκο στο εμπόριο με το Ι. για να αναγκάσει την κυβέρνηση να εγκαταλείψει το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων και την προώθηση της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως την κατηγορούσε. Σε απειλή ανάλογου εμπάργκο προχώρησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση στις αρχές του 1996, αλλά συνέχισε τις διαπραγματεύσεις για να αποφευχθεί η υλοποίησή του.
Τον Μάρτιο του 1996 έγιναν κοινοβουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν με 70% οι μεταρρυθμιστές, παρά τους αποκλεισμούς υποψηφίων επειδή δεν εκπλήρωναν τα ισλαμικά κριτήρια.
Στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 1997 επικράτησε με 69% ο μετριοπαθής Μοχάματ Χατάμι, πρώην υπουργός Πολιτισμού (1982-92), που με την ιδιότητα αυτή είχε χαλαρώσει τους περιορισμούς στην τέχνη και τη διασκέδαση. Παρά τις ελπίδες για φιλελευθεροποίηση, ως θρησκευτικός ηγέτης ο συντηρητικός Χαμενεΐ διατηρούσε πολύ ισχυρό έλεγχο στην πολιτική της κυβέρνησης.
Η αντιπαράθεση συντηρητικών και μεταρρυθμιστών αναθερμάνθηκε με την επίθεση κατά Αμερικανών υπηκόων τον Νοέμβριο του 1998 και τη δολοφονία διαφωνούντων συγγραφέων και διανοουμένων τον επόμενο μήνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κύμα συλλήψεων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών.
Η υποστήριξη του λαού στον μεταρρυθμιστή Χατάμι επιβεβαιώθηκε και στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1999 για την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ διαδηλώσεις κατά των συντηρητικών διοργανώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα για έναν χρόνο.
Τον Φεβρουάριο του 2000 οι μεταρρυθμιστές σημείωσαν μεγάλη νίκη στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Μάλιστα, οι ΗΠΑ χαλάρωσαν τις εμπορικές κυρώσεις κατά του Ι., εκτός από εκείνες του πετρελαίου. Ωστόσο, το 2003, εν όψει της επίθεσης στο Ιράκ, συμπεριέλαβαν και το Ι. στον αποκαλούμενο «άξονα του κακού».Η προϊσλαμική λογοτεχνία. Τα αρχαιότερα κείμενα στην περσική γλώσσα είναι οι μνημειακές επιγραφές με σφηνοειδείς χαρακτήρες των Αχαιμενιδών βασιλέων, στο μεγάλο βραχώδες τοίχωμα της Μπισουτούν, κοντά στη σημερινή Κερμανσάχ. Η περσική γλώσσα στην οποία είναι γραμμένες –από τους μελετητές αποκαλείται αρχαία περσική– είναι η διάλεκτος της επαρχίας Φαρς (Περσίδος), πατρίδας των Αχαιμενιδών, από την οποία οι Έλληνες και η Δύση ονόμασαν τη γλώσσα περσική και τη χώρα Περσία. Σε μια άλλη διάλεκτο του αρχαιοϊρανικού γλωσσικού κορμού είναι γραμμένη η Αβέστα, η Βίβλος του ζωροαστρισμού. Το πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικό μέρος της Αβέστα είναι οι Γκάθα (Ύμνοι) που προφανώς προέρχονται από τον ίδιο τον ιδρυτή της θρησκείας, Ζωροάστρη (7ος-6ος αι. π.Χ.), και οι Γιαστ, λειτουργικοί ύμνοι, μερικά τροπάρια των οποίων θυμίζουν την επίδραση βεδικών ύμνων. Στους πέντε αιώνες που πέρασαν από την κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου (331 π.Χ.) έως την ίδρυση της σασσανιδικής δυναστείας (224 μ.Χ.), η οποία διατηρήθηκε έως την αραβική κατάκτηση (641), η Περσία παρήγαγε πολλά λογοτεχνικά έργα, αλλά ο αριθμός των διασωθέντων είναι σχετικά μικρός. Όταν το 641 τα αραβικά στρατεύματα κατέλυσαν τη δυναστεία των Σασσανιδών, η λογοτεχνία στην Περσία ήταν σχεδόν απονεκρωμένη. Κυρίαρχη αιτία αποτελούσε το αυξανόμενο μονοπώλιο της ιερατικής κάστας των μάγων. Όλη η σασσανιδική κουλτούρα δέχτηκε νέα ζωτική πλημμυρίδα από την πλουσιότατη γλώσσα των βεδουίνων της ερήμου, την αραβική, που κατόρθωσε να εμποτίσει τη γλώσσα των κατακτημένων με τέτοιο τρόπο ώστε σε λιγότερο από έναν αιώνα το 50% του περσικού φιλολογικού λεξιλογίου να γράφεται στην αραβική.
Η νεοπερσική λογοτεχνία. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τις συνθήκες της περσικής λογοτεχνίας κατά τα πρώτα εκατόν πενήντα χρόνια που ακολούθησαν την αραβική κατάκτηση. Μολονότι μια παράδοση αποδίδει το πρώτο ποιητικό έργο στη νεοπερσική γλώσσα στον Σασσανίδη βασιλιά Μπαχράμ Γκουρ (420-438), βέβαιο είναι ότι η κατεξοχήν απαρχή της λογοτεχνίας στην εθνική γλώσσα έγινε με την εμφάνιση των τοπικών δυναστειών, η οποία οφειλόταν στην εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας των Αββασιδών χαλίφηδων της Βαγδάτης. Όμως, από την περίοδο των Σαμανιδών (829-999) εμφανίστηκαν οι πρώτες σημαντικές φωνές ποιητών. Ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής υπήρξε ο Ρουντάγκι από τη Ρουντάγκ (;-943), ο οποίος άκμασε την εποχή του σουλτάνου Νάσιρ Β’. Ο Ρουντάγκι θεωρείται κατά παράδοση ο εφευρέτης των διαφόρων νεοπερσικών λογοτεχνικών ειδών, όπως η κασίντα (μακρά ωδή με μια ομοιοκαταληξία από την αρχή έως το τέλος, στην πραγματικότητα αραβικής προέλευσης) και το τετράστιχο ή ρομπάι, πιθανότατα εγχώριας λαϊκής προέλευσης, καθώς δεν υπάρχουν δείγματά του στην αρχαία αραβική λογοτεχνία. Στην Αυλή των Σαμανιδών συνέθεσε ποιήματα και ο πρόδρομος του Φιρντούσι, Ντακίκι (;-952), στον οποίο ανήκουν οι στίχοι του έπους του Φιρντούσι που αφηγούνται τον προσηλυτισμό του βασιλιά Γκουστάσπ στον ζωροαστρισμό. Ένας μεγάλος ποιητής της εποχής εκείνης είναι ο μυστικιστής Μπαμπά Τάχερ Οργιάν (ο Γυμνός). Η Αυλή, όμως, που είχε την τιμή να συγκεντρώσει γύρω της την πρώτη μεγάλη πλειάδα Περσών ποιητών ήταν εκείνη του σουλτάνου Μαχμούτ της Γκάζνι. Οι διασημότεροι ποιητές αυτού του κύκλου υπήρξαν ο Ονσόρι (;-1040), ο Φαρόχι (;-1038), ο Μανουτσέχρι (;-1041) και ο Φιρντούσι (βλ. λ.), ο κορυφαίος επικός ποιητής της Περσίας. Οι πρώτοι τρεις έγραψαν πολλά λυρικά και πανηγυρικά ποιήματα, πρωτότυπα, που αργότερα απέκτησαν απειράριθμους μιμητές, σε ύφος που ενίοτε φτάνει σε ύψιστη ακρίβεια και αισθητική ωριμότητα.
Παράλληλα με την ποίηση γεννήθηκε και η πεζογραφία: τα αρχαιότερα περσικά πεζά κείμενα με λογοτεχνική αξία είναι ο πρόλογος του Βιβλίου των βασιλέων, γνωστού με τον τίτλο Σαχνάμε-γιε-Αμπού Μανσούρ, γραμμένου γύρω στο 957, και η περσική μετάφραση του περίφημου και εκτεταμένου Χρονικού του Πέρση αραβογράφου Ατ-Ταμπάρι (;-923), την οποία ξεκίνησε το 963 ο Αμπού Άλι Μπαλάμι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά από τα θέματα που από καιρό, στις δυτικές λογοτεχνίες, είθισται να είναι γραμμένα σε πεζό λόγο (αφηγηματικά, θεολογικά, μυστικιστικά) στην Περσία γράφονταν κατά τον πιο τέλειο τρόπο σε ποίηση. Αξιομνημόνευτος, στην περίοδο αυτή, είναι ο μεγάλος αραβογράφος φιλόσοφος Αβικέννας (980-1037), συγγραφέας επίσης και τετράστιχων στην περσική γλώσσα, και ο ισμαηλίτης ποιητής Νάσερ-ε-Χοσρόβ (1004-1088), συγγραφέας επίσης ενός σπουδαίου ντιβάν (συλλογής ποιημάτων), στο οποίο για πρώτη φορά ίσως η κασίντα εμπλουτίζεται με μυστικιστικά-φιλοσοφικά θέματα.
Ο μυστικισμός είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην περσική ποίηση μέσω του ρομπάι (τετράστιχου) που ήταν κατάλληλο να εκφράσει με εξαιρετική βραχυλογία τα συναισθήματα του μυστικιστικού θείου έρωτα. Ανάμεσα στους αρχαιότερους, ο μεγαλύτερος συγγραφέας μυστικιστικών τετράστιχων (αφήνοντας κατά μέρος τον Μπαμπά Τάχερ, που προαναφέρθηκε), υπήρξε ο Αμπού Σεντ μπεν Αμπίλ-Χέιρ (968-1048), που ύμνησε την απόλυτη μέθη του πρωταρχικού θείου έρωτα. Σχεδόν σύγχρονος του Αμπού Σεντ υπήρξε ο Αλ-Χουτζβίρι (;-1077), που εισήγαγε στην περσική πεζογραφία τον μυστικισμό, με την περίφημη πραγματεία του Αποκάλυψη του απόκρυφου. Προβλήματα ερμηνείας παρουσιάζει για τους μελετητές ο Ομάρ Καγιάμ (;-1123), που έγινε Ευρωπαίος ποιητής με την ωραία αγγλική μετάφραση του Φιτζέραλντ (πρώτη έκδοση 1859). Η γνησιότητα των ρομπαϊγιάτ (εσφαλμένα γνωστά σε μας ως ρουμπαγιάτ, όπως και το όνομα του ποιητή Καγιάμ), που αμφισβητήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αποδείχθηκε από πρόσφατες ανακαλύψεις χειρογράφων. Άλλος μεγάλος μυστικιστής ποιητής εκείνης της εποχής είναι ο Σανάι της Γκάζνι (;-1150).
Το είδος που επικράτησε τον 12ο αι. στην περσική λογοτεχνία ήταν η πανηγυρική ποίηση. Έγραψαν ποιήματα στην Αυλή των διαδόχων του Μαχμούτ της Γκάζνι, ο Μασούντ-ε-Σεντ (;-1131), με τους συγκινητικούς στίχους του των Ωδών της φυλακής, ο Αμίρ-ε Μοέζι, ο Ανβάρι (;-1191) και ο Χακάνι (;-1199). Στην ίδια περίοδο ανήκει και ο μεγαλύτερος δημιουργός των μυθιστορηματικών μασνάβι σε όλη την περσική λογοτεχνία Νεζάμι (Νιζάμι) από την Γκάντζα (1140-1203), συγγραφέας μυθιστορημάτων σε στίχους που ομοιοκαταληκτούν ανά δύο. Το έμμετρο μυθιστόρημα, κληρονόμος από κάποιες απόψεις του φιρντουσιανού έπους, είχε και πριν από τον Νεζάμι μερικούς άλλους εκπροσώπους, όπως ο Ασάντι (1010-1073) και ο Γκοργκάνι. Η πρωτοτυπία του Νεζάμι βρίσκεται στη δραματουργική ικανότητά του να δίνει υπόσταση και ταυτότητα στις ιδέες του και στις ποιητικές του συγκινήσεις, δικαιολογώντας τον τίτλο του μοναδικού αληθινού δραματουργού της περσικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, και η πεζογραφία έφτασε στην ωριμότητά της εκείνη την περίοδο. Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις ιστορικές ή επιστημονικές πραγματείες, αναφέρουμε τα έργα του Νεζάμι Αρούζι από τη Σαμαρκάνδη (;-1174), τις κάπως εξεζητημένες συνθέσεις του Χαμιντοντίν (;-1164) και τις πιο άτυχες απόπειρες του Νασρολάχ μπεν Αμπντόλ-Χαμίτ.
Η κλασική περίοδος. Με τον Σάντι (Σααδή) εγκαινιάστηκε η περσική λογοτεχνία της μογγολικής περιόδου, που συνηθίζεται να αποκαλείται κλασική ή χρυσή. Ίσως κανείς ποιητής δεν υπήρξε τόσο δημοφιλής όσο ο Σάντι. Εκτός από το έργο του Γκιουλιστάν (Κήπος ρόδων) σε ομοιοκατάληκτο πεζό λόγο ανάμεικτο με στίχους, έχει γράψει –εδώ γίνεται μνεία των σπουδαιότερων έργων του– το Μπουστάν (Κήπος), σε στίχους μασνάβι και διάφορα ποιητικά έργα, που αποτελούν το ευρύ ντιβάν του. Πολύ διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ήταν ο σχεδόν σύγχρονός του, Τζελάλ-ε-ντιν Ρούμι (1207-1273), ο μεγαλύτερος Πέρσης μυστικιστής. Και η λυρική ποίηση της κλασικής περιόδου ήταν εμποτισμένη με μυστικιστικές θεωρίες και εικόνες. Έτσι, δημιουργήθηκε, ιδιαίτερα στο γαζάλ –σύντομη ωδή– ένα ιδιόμορφο ύφος, κράμα ερωτισμού και μυστικισμού, με ανακρεόντεια, συμβολικά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα στους αναρίθμητους ποιητές που ακολούθησαν αυτό το ύφος συμπεριλαμβάνεται ο Ιράκι (;-1288), ο Μαχμούτ Σαμπεστάρι (;-1320) και ο Σαλμάν από τη Σάβεχ (;-1376), οι οποίοι θεωρούνται οι πρόδρομοι του μεγαλύτερου Πέρση ποιητή που το καλλιέργησε: του Χάφεζ από τη Σιράζ (1319-1390, βλ. λ. Χάφιζ ή Χάφεζ). Οι ίδιες κοινωνικές δομές που δημιούργησαν έναν Χάφεζ έθρεψαν και τον διαβολικό όμοιό του Ομπεΐντ Ζακάνι (;-1371).
Η εποχή των Τιμουριδών και το ινδικό ύφος. Η ποίηση της εποχής των Τιμουριδών, από τους επιγόνους δηλαδή του Χάφεζ έως τον Τζάμι, δεν παρουσιάζει μεγάλους νεωτερισμούς. Ανάμεσα στους συνεχιστές του Χάφεζ συγκαταλέγεται ο Καμάλ από τη Χότζαντ (;-1400), ο Μαγρέμπι από την Ταυρίδα (;-1406) και ο Κάτεμπ από την Τορσίζ (;-1435). Κανένας όμως από τους μιμητές του Χάφεζ δεν μπόρεσε να φτάσει τη θαυμαστή πολυθεματικότητα του ύφους του τελευταίου. Ο Τζάμι (1414-1492) υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς του Ι. Πιο απλά, πιο κατανοητά, πιο απαλά μυστικιστικά από τα μασνάβι του Νεζάμι, τα ποιήματα του Τζάμι δεν διαθέτουν τη ρωμαλεότητα, την πρωτότυπη ψυχολογία και τη δραματική αίσθηση του Νεζάμι, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχαν και έχουν την τεράστια δημοτικότητα μέσα και έξω από τα σύνορα της χώρας. Το δημοφιλέστερο από τα πεζογραφήματά του είναι Ο κήπος της άνοιξης, απομίμηση, υποδεέστερη του πρωτοτύπου, του Κήπου των ρόδων του Σάντι (Σααδή).
Κατά την περίοδο που ταυτίζεται με την εποχή των Σαφαβιδών (16ος-17ος αι.) σημειώνεται η δημιουργία ενός νέου ποιητικού ύφους το οποίο, επειδή μερικοί από τους εκπροσώπους του έζησαν στην Αυλή του Μεγάλου Μογγόλου της Ινδίας, ονομάζεται συνήθως ινδικό ύφος. Ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος στην Περσία είναι ο Σάεμπ από την Ταυρίδα (1601-1677), αν και πριν από αυτόν η Περσία έχει να επιδείξει τον Μπαμπά Φεγάνι από τη Σιράζ (;-1519) και τον Μοχτάσαμ από την Κασάν (;-1588).
Από τον νεοαρχαϊσμό έως σήμερα. Το ινδικό ύφος εγκαταλείφθηκε πολύ γρήγορα από τους ποιητές της Περσίας, για να γυρίσουν σε μια μορφή νεοαρχαϊσμού. Όμως, μόνο μεταξύ του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ού ξανάρχισε η λογοτεχνική ζωή στο Ι. η οποία ευνοήθηκε από την αλλαγή του πολιτικού κλίματος. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. ανήκει ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεοαρχαΐζοντος ρεύματος, ο μελωδικότατος Καάνι από τη Σιράζ (1808-1854), που εκφράζει τη δύση της ιρανικής κλασικής εποχής στο κατώφλι του σύγχρονου κόσμου, αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής επίδρασης. Ο αγώνας, η κρίση και το πρόβλημα της περσικής λογοτεχνίας που ακολούθησαν μετά τον Καάνι συνίσταται κυρίως στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ρεαλισμού που να έχει στη διάθεσή του τα πιο λεπτά, τα πιο καθαρά μέσα, αλλά να ακολουθεί την τέχνη των τροβαδούρων και τη συμβολική περσική ποιητική τέχνη.
Επίσης η γλώσσα ανανεώθηκε ριζικά: αφενός υπήρξε η προσπάθεια να αντικατασταθούν οι αραβικές λέξεις με τυπικά περσικές, προσπάθεια που έμεινε ωστόσο νεκρό γράμμα. Αφετέρου αναπτύχθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την καθομιλουμένη, που υιοθετήθηκε με επιτυχία από το μεγαλύτερο μέρος των Ιρανών συγγραφέων.
Η κατεξοχήν σύγχρονη λογοτεχνία του Ι. άρχισε με τις κινητοποιήσεις για παροχή συντάγματος, στα χρόνια αμέσως πριν από την επανάσταση του 1905-11 (επανάσταση μιας αστικής ελίτ). Αυτή την προπαρασκευαστική περίοδο, της οποίας ο πυρήνας βρισκόταν στο Αζερμπαϊτζάν, ακολούθησε η περίοδος της οποίας η έναρξη έγινε με την εισαγωγή του συντάγματος, μετά το πραξικόπημα του Ρεζά Χαν (1921-25). Με τη θυελλώδη συνταγματική περίοδο συνδέονται πολυάριθμοι ποιητές. Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες είναι ο Άρεφ από την Καζβίν (1882-1934), του οποίου το ντιβάν περιλαμβάνει επίσης γαζάλ και ντορντοριγιάτ, δηλαδή στίχους διαφόρων τύπων σατιρικού και χιουμοριστικού χαρακτήρα. Σπουδαίος, για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους ποιητές εκείνης της εποχής είναι ο Μοχάματ Ρεζά Έσκι (1893-1942), συγγραφέας του λιμπρέτου του πρώτου περσικού μελοδράματος Ανάσταση. Στους αγώνες και στις ελπίδες ανανέωσης της συνταγματικής περιόδου μετείχαν ο Φαρόχι Γιάζντι (1888-1939), κομουνιστικών τάσεων, που δολοφονήθηκε στη φυλακή από όργανα του Ρεζά Σαχ, ο Λαχούτι (1887-1957) και η Παρβίν Ετεσάμι (1906-1941), η μεγαλύτερη σύγχρονη Ιρανή ποιήτρια. Σημαντική μορφή της περσικής λογοτεχνίας αποτελεί ο Σαντέκ Χενταγιάτ (1903-1951), που θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος του Ι. Το πιο γνωστό έργο του, στη Δύση, είναι Ο μοναχικός τυφλός (1941, γραμμένο σε καφκικό ύφος).
Με την επιβολή της δικτατορίας από τον Ρεζά Σαχ (1925-41), η λογοτεχνία αποσύρθηκε στην τάση τέχνη για την τέχνη και έγινε απολιτική. Ανάμεσα στους καλύτερους λογοτέχνες αυτής της σχολής μπορούμε να αναφέρουμε από τους πεζογράφους τον Σαντέκ Χενταγιάτ (1903-1951) και από τους ποιητές τον Ρασίντ Γιασέμι. Ωστόσο, πριν από αυτούς είχε εμφανιστεί το ρεαλιστικό μυθιστόρημα με τον Σέγιεντ Μοχάματ Άλι Τζαμαλζαντέ (1895) που πρώτος χρησιμοποίησε στον περσικό πεζό λόγο, την καθημερινή γλώσσα. Ανάμεσα στους πολυάριθμους Ιρανούς ποιητές της εποχής του παχλαβικού καθεστώτος συγκαταλέγεται ο Ρασίντ Γιασέμι (1896-1953) και ο Νιμά Γιούστζι (1900-1959). Μεταξύ των μυθιστοριογράφων εξέχουσα θέση έχει ο ρομαντικός Μοχάματ Χετζάζι. Προς το τέλος της παχλαβικής δικτατορίας (1941), ο καγιαμικός και καφκικός Σαντέκ Χενταγιάτ έκανε τις πρώτες λογοτεχνικές απόπειρές του· είναι η στιγμή της μεγαλύτερης δραστηριότητας των σοσιαλιστών και κομουνιστών συγγραφέων, όπως οι Μποζόργκ Αλάβι, Σαντέκ Τσούμπακ και Σιν Παρτού. Στα έργα της νεότερης γενιάς Ιρανών συγγραφέων παρουσιάζονται διάφορες πολιτικές και κοινωνικές απαιτήσεις, όπως, για παράδειγμα, στα έργα του Ναντερπούρ και του Σεπέχρι. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται από την ανάγνωση των έργων των ποιητών του ρεύματος Μόουτζ-ε-Νόου (Νέου κύματος), όπως των Άλε Αχμάντ, Αφγκανί, Μονταρεζί, Ρογιάι και Αχμάντ Ρεζά Αχμαντί.Η ιστορία της περσικής τέχνης μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις μεγάλες κύριες φάσεις. Η πρώτη είναι η φάση που άρχισε με τους νεολιθικούς πολιτισμούς και τελείωσε με την πλήρη εδραίωση της χρήσης των μετάλλων, στις αρχές της αυτοκρατορίας των Μήδων. Ακολούθησε η φάση που περιλαμβάνει την περίοδο των Αχαιμενιδών, η οποία τερματίστηκε με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την περίοδο των Σελευκιδών, την παρθική περίοδο και την περίοδο των Σασσανιδών. Τέλος, είναι η ισλαμική φάση, που φτάνει έως τις ημέρες μας.
Από τους νεολιθικούς πολιτισμούς έως την αυτοκρατορία των Μήδων. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα της νεολιθικής περιόδου περιορίζεται στην παραγωγή αντικειμένων από οπτή γη και στη ζωγραφική των αγγείων που τη συνοδεύει. Τα πρώτα προϊόντα ζωγραφισμένης οπτής γης (που χρονολογούνται από την 5η χιλιετία π.Χ.) κατασκευάστηκαν χωρίς τη βοήθεια κεραμικού τροχού και η διακόσμησή τους αποτελείται από γεωμετρικά μοτίβα, εμπνευσμένα από τα συμπλέγματα λυγαριάς και ινών που σχηματίζουν καλάθια και πανέρια. Στον νότο, τα ζωγραφισμένα αγγεία από οπτή γη (τερακότα) των Σούσων και του Τελ-ε-Μπάκουν (κοντά στην Περσέπολη) αποτελούν αληθινά έργα τέχνης, από τα καλύτερα της αρχαιότητας.
Η εμφάνιση της μεταλλουργίας οδήγησε στην ανάπτυξη της τέχνης της επεξεργασίας του χαλκού, ενώ, από το πρώτο τέταρτο της 3ης χιλιετίας π.Χ., η ελαμιτική ζώνη με κέντρο τα Σούσα παρουσίαζε μια κρατική οργάνωση που αντικατοπτρίζει την οργάνωση του μεσοποταμιακού κόσμου, η οποία όμως καταλήγει να είναι διαφορετική και κατά ένα μέρος αυτόνομη. Για ένα χρονικό διάστημα, τα ζωγραφισμένα αγγεία εξαφανίστηκαν και η επίδραση της Ουρούκ μαρτυρείται από τη διάδοση της μεσοποταμιακής μονόχρωμης κεραμικής, που ονομάζεται γι’ αυτό ακριβώς κεραμική της Ουρούκ. Στη συνέχεια εμφανίζεται η ζωγραφισμένη κεραμική, με ένα σχηματοποιημένο πολύχρωμο στιλ. Τα έργα του νότου συνετέλεσαν στη συνύπαρξη –παράλληλα με το καθαυτό στιλιζάρισμα της αγγειακής ζωγραφικής– βεριστικών συνθέσεων, όπως είναι εκείνες που απαντώνται στις σφραγίδες. Στον βορρά, στη χώρα των Λουλουβαίων που αντιστοιχεί με το δυτικό τμήμα της Μηδίας, εμφανίστηκαν, από το α’ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., μεγάλα ανάγλυφα σε βράχους, που είναι τα πρωτότυπα ενός μνημειακού τύπου στον οποίο το Ι. έμεινε πιστό έως τη στιγμή του εξισλαμισμού. Πιθανότατα, πρόκειται για έργα εμπνευσμένα από τα ελαμιτικά εικαστικά ρεύματα, αν όχι δημιουργίες των κατοίκων της Ελάμ.
Ο ελαμιτικός πολιτισμός, που άκμασε στον νότο, έχει να επιδείξει πολλά ανάγλυφα σε βράχους (όπως εκείνα της Κουρανγκούν, της Νακς-ε-Ρούσταμ στη Φαρς κ.ά.) και ανέπτυξε αυτόνομα καλλιτεχνικά στοιχεία που έφτασαν στη κορύφωσή τους την εποχή της ανεξαρτησίας της Ελάμ, δηλαδή τον 13ο και 12ο αι. π.Χ., όταν ακριβώς τα ελαμιτικά έργα προσέλαβαν εξαιρετικά χαρακτηριστικά δημιουργικής πρωτοτυπίας, με εκτεταμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως οι μεγάλες ζιγκουράτ, οι νέοι ναοί και το ανάκτορο με υπόγειους θολωτούς τάφους του βασιλικού συγκροτήματος της Τσούγα Ζανμπίλ, που ιδρύθηκε από τον Ουντάς-Χουμπάν (Ουντάς Γκαλ). Είναι εμφανής η πυρετώδης οικοδομική δραστηριότητα που εκδηλώνεται σε ναούς, ανάκτορα και άλλες ζιγκουράτ μικρότερης σημασίας.
Η τέχνη του μετάλλου τελειοποιήθηκε τόσο ώστε οδήγησε στη δημιουργία έργων που όχι μόνο είναι απόδειξη μιας απίστευτης ικανότητας αλλά και εξαιρετικού πλούτου. Το άγαλμα της βασίλισσας Ναπίρ-Ασού, συζύγου του βασιλιά Ουντάς Χουμπάν (γύρω στο 1250 π.Χ.), που σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο, είναι ένα αληθινό αριστούργημα και από τεχνική και από μορφική άποψη. Το απόγειο της παραγωγής σε μπρούντζο σημειώνεται με τα αντικείμενα του Λουριστάν, κεντρικής ορεινής περιοχής, όπου βρέθηκαν έως τώρα χιλιάδες έργα μικρών διαστάσεων. Ωστόσο, αναπτύχθηκαν και άλλα ρεύματα παράλληλα, που είναι πιθανό να προηγήθηκαν από αυτήν. Πρόκειται κυρίως για εικαστικά ρεύματα του βορρά, τα οποία απηχούν είτε την καλλιτεχνική δραστηριότητα των γύρω χωρών είτε άλλων πολιτισμών του ορειχάλκου που είχαν αναπτυχθεί στον Καύκασο. Η κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας είχε, δίχως αμφιβολία, σπουδαιότητα και για την παραγωγή του Λουριστάν ύστερα από μετανάστευση καλλιτεχνών προς το Ι., όπως ακριβώς και εκείνη της Ουραρτού που μπόρεσε να εδραιωθεί με παρόμοιο τρόπο και ως ποσότητα και ως ποιότητα. Όμως και αυτά τα ρεύματα που εμφανίζονται μικρότερα είναι πολύ χαρακτηριστικά και στην επεξεργασία των μετάλλων και της οπτής γης. Η τελευταία υπερέχει προπάντων στα ζωγραφισμένα αγγεία της Σιγιάλκ (10ο-9ο αι. π.Χ.), τυπικά για το μακρύτατο ράμφος τους εκκένωσης υγρών, και στα αγγεία, με μακρύ ράμφος και αυτά, αλλά μονόχρωμα, της Χασανλού, που έχουν το πλαστικό μοτίβο της Ουραρτού, δηλαδή το ζώο − φύλακα του υγρού. Η Χασανλού, με το μεγάλο χρυσό αγγείο της, που ανακαλύφθηκε το 1959 και με τα μπρούντζινα έργα με χαρακτηριστική μορφή λόγω της τερατώδους παραμόρφωσης της εικόνας του ζώου (πάρα πολύ μικρά λιοντάρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τεχεράνης και στη συλλογή Ζαν Κουαφάρ στο Παρίσι) προφανώς προηγήθηκε, αφού χρονολογείται από τους 12ο-10ο αι. π.Χ., της παραγωγής του Λουριστάν, όπως και η Χουρβίν, ενώ το υπέροχο κύπελλο των Λεόντων που προήλθε από την Καλάρ Νταστ στη Μαζανταράν αποκαλύπτει μια χεττιτική επίδραση που δεν λείπει ούτε από εκείνο της Χασανλού. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο λεγόμενος Θησαυρός της Ζιουίγιε (7ος αι. π.Χ.), που μαζί με ασσυριακά στοιχεία και άλλα προερχόμενα από την Ουραρτού, εμπεριέχει και σκυθικές επιδράσεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Τα έργα σε χρυσό αυτού του θησαυρού, μολονότι κατά ένα μέρος έχουν υποστεί ζημιές, παραμένουν από τα καλύτερα της αρχαίας χρυσοχοΐας. Το εικαστικό ρεύμα που εκδηλώνεται στον Θησαυρό της Ζιουίγιε, στα αντικείμενα της Χασανλού και της Αμλάς και κατά ένα μέρος στα μπρούντζινα του Λουριστάν, πιθανολογείται ότι συνδέεται με την τέχνη των Μήδων. Η εισβολή των τελευταίων από τα Α, ενώ εκμηδένισε την ασσυριακή ισχύ και τις σκυθικές διεισδύσεις, προλείανε το έδαφος για τη γένεση της μεγαλύτερης από τις περσικές αυτοκρατορίες, αυτής των Αχαιμενιδών.
Η μηδική τέχνη δεν είναι ακόμα καλά γνωστή, καθώς το κυριότερο κέντρο της, η βασιλική πόλη Εκβάτανα (η σημερινή Χαμαντάν), δεν έχει ανασκαφεί. Εκεί είχε από τότε επικρατήσει η περσική πολεοδομία, με τον διαχωρισμό της νεκρόπολης από το κατοικημένο τμήμα (αντίληψη που είχε προέλθει από τους Αρίους) και με την εγκατάσταση της βασιλικής πόλης σε λόφο με τεχνητή αναβαθμίδα (ακρόπολη των Εκβατάνων). Οι τάφοι σε βράχους του 8ου-7ου αι. π.Χ., που διέθεταν προσόψεις με υπόστεγα στηριζόμενα σε στρογγυλούς κίονες, απομίμηση των προσόψεων των σπιτιών, και χονδροειδή ανάγλυφα σκυθο-μηδο-λουριστανικής αισθητικής στις λεπτομέρειες των μορφών, αποτελούν τους προδρόμους των αχαιμενιδικών αναγλύφων σε βράχους, ιδιαίτερα ως προς τον τύπο του βασιλικού προσώπου, σε όρθια στάση κοντά στον βωμό της φωτιάς.
Η περσική αυτοκρατορική τέχνη. Η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κύρος εκτεινόταν από την Αίγυπτο έως την Ινδία και την κεντρική Ασία, περιλαμβάνοντας πολιτιστικές καταβολές τελείως διαφορετικές, τις οποίες, όμως, πάντοτε αφομοίωνε βαθιά. Η τέχνη αυτής της περιόδου (559-330 π.Χ.) είναι προπάντων αυτοκρατορική, έχοντας ως προορισμό την εξύμνηση του ηγεμόνα, και εμπνευσμένη ταυτόχρονα από την ίδια τη δομή του απέραντου κρατικού οργανισμού. Η βασιλική πόλη βασιζόταν σε τρία οικοδομήματα: μια μεγάλη είσοδο με αίθουσα με κίονες και πόρτες προστατευόμενες από τα μυθικά ζώα-φύλακες (αρχαίο μεσοποταμιακό θέμα)· μια αίθουσα με κίονες ή αίθουσα του θρόνου (Απαδάνα), στην οποία ο Μεγάλος Βασιλιάς δεχόταν τους αντιπροσώπους των λαών που ήταν υπήκοοι της απέραντης αυτοκρατορίας· μια αίθουσα συμποσίων προορισμένη για τον βασιλιά και τους καλεσμένους του, δηλαδή τους προνομιούχους της μηδικής και περσικής αριστοκρατίας. Τα κυριότερα αρχιτεκτονικά έργα είναι τα ανάκτορα (Πασαργάδες, Περσέπολη, Σούσα), οι τάφοι (όπως εκείνοι στους βράχους της Νακς-ε-Ρούσταμ κοντά στην Περσέπολη που ανέπτυξαν στις προσόψεις και στα ανάγλυφα το αρχαίο μηδικό πρότυπο, και ο τάφος ο επονομαζόμενος του Κύρου στις Πασαργάδες με νεκρικά δωμάτια με στέγη επικλινή πάνω σε βάση με μεγάλα σκαλοπάτια προς τα πίσω, του τύπου ζιγκουράτ), καθώς και οι ναοί της φωτιάς, σε σχήμα τετραγωνικού πύργου (Νακς-ε-Ρούσταμ). Το ζωροαστρικό θρησκευτικό ρεύμα αντικατοπτρίζεται κατά ένα μέρος στα έργα τέχνης.
Η πολιτιστική ακτινοβολία της περιόδου των Αχαιμενιδών εκτείνεται έως τα πιο μακρινά εδάφη είτε μέσω των εμπορικών συναλλαγών είτε μέσω φαινομένων κατεξοχήν πολιτιστικής επέκτασης. Αξιόλογα αντικείμενα περσικής προέλευσης βρέθηκαν άφθονα στον Καύκασο, στη νότια Ρωσία και στις πόλεις της οροσειράς των Ουραλίων, ενώ στα Α, στις όχθες της λίμνης Αράλης και στις λεκάνες του Αμού Νταριά και του Σιρ Νταριά, αναδύονταν νέες κουλτούρες από την αντανάκλαση της περσικής εξέλιξης. Ακόμα πιο πέρα, στην καρδιά των Αλτάι και στην έρημο Τάκλα Μακάν, άλλα ευρήματα διαφόρων ειδών μαρτυρούν την αχαιμενιδική ακτινοβολία προς τα Α· αλλά εκείνη που βίωσε εντονότερα την περσική επίδραση ήταν η Ινδία. Ωστόσο, το απόγειο μιας τέτοιας ακτινοβολίας είναι προφανώς μεταγενέστερο της κατάρρευσης της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας και της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι ακριβώς υπό τους Μοριά (Μωρύα), τη στιγμή δηλαδή του σχηματισμού και της ανάπτυξης της πρώτης ινδικής εθνικής αυτοκρατορίας, παρατηρείται στην Ινδία μια επιβίωση της αχαιμενιδικής αυτοκρατορικής οργάνωσης και μερικών μορφών περσικής τέχνης.
Η δημιουργία του παρθικού βασιλείου συμπίπτει με μια βαθιά αισθητική μεταμόρφωση που έμελλε να έχει αξιοσημείωτες συνέπειες στους επόμενους αιώνες. Ατέρμονες συζητήσεις έχουν διεξαχθεί σχετικά με την αξία της παρθικής τέχνης λόγω και της σχετικής σπανιότητας των ευρημάτων που υπάρχουν, την οποία συμπληρώνουν κατά ένα μέρος εκείνα που βρέθηκαν στις περιφερειακές ζώνες και σε άλλες που υπάγονταν στην επίδραση των Αρσακιδών. Έτσι, στις πόλεις-σταθμούς καραβανιών της δύσης, όπως η Δούρα Ευρωπός και η Παλμύρα, βρέθηκαν ίχνη σημαντικής παρθικής επίδρασης –που άλλωστε φαίνεται να ασκήθηκε και στα Α, στις περιοχές της βορειοδυτικής Ινδίας– και κεντροασιατικά στοιχεία, που μπορούν να οριστούν με το όνομα των Κουσάνα, υπό την αυτοκρατορία των οποίων άνθησε η τέχνη της Γκαντάρα, εμφανίστηκαν παράλληλα με ανάλογες παρατηρήσεις, με την παρθική επίδραση που ασκήθηκε σε αυτές τις περιοχές της Ανατολής. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι η εμμονή και οι αναλογίες μερικών εικαστικών τρόπων και στην παρθική τέχνη και σε εκείνη των ινδοαφγανικών περιοχών.
Οι αρχές της παρθικής τέχνης παραμένουν μέχρι σήμερα μυστηριώδεις ή τουλάχιστον ασαφείς, αν και δεν είναι αδύνατο, να διαπιστωθούν σε αυτές στοιχεία που απηχούν κεντροασιατικές επιρροές. Η δημιουργία μερικών αρχιτεκτονικών τύπων, όπως η αυλή με τέσσερις ιουάν (θολωτές αίθουσες, ανοιχτές στην πρόσοψη) που τόση τύχη γνώρισε στο σασσανιδικό Ι. και στην ισλαμική τέχνη, η ευρύτατη χρήση γυψοκονίας και μερικοί τρόποι που εκμεταλλεύονται κλασικά στοιχεία με μια καλαισθησία σχεδόν μπαρόκ για τις επιφάνειες και για τις αντιθέσεις φωτός και σκιάς, αποτελούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της παρθικής αρχιτεκτονικής. Τα κυριότερα δείγματα στην ίδια την Περσία είναι τα ερείπια του ανακτόρου με αυλή με τέσσερις ιουάν της Νύσας, της πρώτης παρθικής πρωτεύουσας στις στέπες του βορρά. Αντίθετα, τα ανάκτορα της Χάτρα και της Ασύρ, στη Μεσοποταμία, ανέπτυξαν το μοτίβο της τριπλής θολωτής αίθουσας, που άνοιγε προς τις τρεις μνημειακές ιουάν της πρόσοψης, η οποία φαίνεται ήδη να μετατρέπεται σε μια μεγάλη αίθουσα με τρία κλίτη (αλλά με επίπεδη στέγη), στη Νύσσα.
Η μεγάλη ανάπτυξη της τέχνης της μεταλλουργίας μαρτυρείται από τα μπρούντζινα αγάλματα της Σάμι στο Χουζιστάν. Τα αγάλματα της Χάτρα και τα λείψανα των αγαλμάτων της Νιμρούδ Νταγ μαρτυρούν την ύπαρξη μιας μνημειακής γλυπτικής σε πέτρα, σημαντικού ενδιαφέροντος.
Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προέρχεται πιθανότατα η ευρεία χρήση γυψοκονίας και γύψου, όπως κλασικο-ελληνιστικής προέλευσης είναι και ορισμένες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην κεραμική η οποία ενίοτε παρέκκλινε από την καθαρή βιοτεχνία και έφτανε σε επίπεδα υψηλής τέχνης. Η παρθική τέχνη, κατά συνέπεια, συγκεντρώνει διάφορες τάσεις με έντονο το κλασικο-ελληνιστικό στοιχείο.
Η παρθική παραγωγή στον τομέα των εικαστικών τεχνών φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη καλαισθησία, χαρακτηριστική των νομάδων του εξωτερικού Ι. Με τους Σαρμάτες και τους Κουσάνα, φυλές συγγενικές μεταξύ τους, οι Πάρθοι είναι οι εμπνευστές αξιοσημείωτων τροποποιήσεων στα καλλιτεχνικά ρεύματα και στην καλαισθησία των χωρών στις οποίες κυριαρχούσαν ή ήταν εκτεθειμένες στην επιρροή τους. Εν τω μεταξύ, εδραιώθηκε νέα καλαισθησία, αποτέλεσμα της βαθιάς κοινωνικής μεταμόρφωσης. Η τέχνη τέθηκε, τρόπον τινά, στην υπηρεσία της ιστορίας και τα σπουδαιότερα έργα που φιλοτεχνούνταν προς τιμήν μεγάλων προσώπων έπαψαν να είναι αποκρυφιστικές και σχεδόν απρόσιτες υλικά μνήμες των επαφών μεταξύ ηγεμόνα και θεότητας, και πήραν τη μορφή δημόσιου εορτασμού της αυτοκρατορίας και των λαϊκών πομπών. Σε αυτή την εορταστική τάση, στην οποία οφείλονται οι κολοσσιαίες εικόνες που βρίσκονται χαραγμένες σε βράχους στη Νακς-ε-Ρούσταμ, στην Ταχτ-ε-Μπουστάν, στην Μπισαπούρ, στη Φιρουζαμπάτ και αντιπροσωπεύουν μια νέα αίσθηση της ιστορίας, διαφαίνεται και κάποια ρωμαϊκή επίδραση. Όμως, η ρωμαϊκή ιστορική αφήγηση είχε τελείως διαφορετική φυσιογνωμία και δομή από τη σχεδόν συμβολική (και τόσο συνοπτική) του σασσανιδικού κόσμου. Αρχικά, οι κολοσσιαίες συνθέσεις ήταν πολύχρωμες και η δομή τους αντιστοιχεί πολύ στις μικρές συνθέσεις που διακοσμούν τα ασημένια κύπελλα και αγγεία (συλλογές της εθνικής βιβλιοθήκης του Παρισιού, του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και του Αρχαιολογικού Μουσείου της Τεχεράνης).
Η σασσανιδική αρχιτεκτονική είναι γνωστή από τα ερείπια των ανακτόρων (Μπισαπούρ, Φιρουζαμπάτ), των ναών (Κασρ-ε-Σιρίν), των πυρολατρικών προσκυνημάτων στην Νταουλαταμπάτ, στην Τανγκ-ε-Κάραμ και στη Νακς-ε-Ρούσταμ. Σπάνια δείγματα ναού και προσκυνήματος σε ζευγάρι ή ναού για τη μυστική διατήρηση της φωτιάς και προσκυνήματος πτέρυγας για τη δημόσια λατρεία ανακαλύφθηκαν στην Τανγκ-ε-Τσακτσάκ και στην Κουνάρ Σιγιάχ. Δεν λείπουν, όμως, στρατιωτικά και πολιτικά αρχιτεκτονικά συγκροτήματα κοινής χρήσης (γέφυρες, φρούρια κλπ.). Το πνεύμα της αρχιτεκτονικής δεν είναι λιγότερο μεγαλόπρεπο από εκείνο των Αχαιμενιδών, αλλά αξιοποιείται με στοιχεία αρκετά πιο περίπλοκα. Η ικανότητα εκμετάλλευσης του τόξου και του θόλου, η ευρεία χρήση του ημισφαιρικού τρούλου, της προσδίδουν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην οποία ξεχωρίζουν μερικές πρωτότυπες λύσεις που υπαγορεύονται από την ανάγκη της αξιοποίησης ορισμένων στοιχείων του χώρου, όπως, παραδείγματος χάριν, τα κλιμακοστάσια σύνδεσης που επιτρέπουν την κάλυψη του ημισφαιρικού τρούλου με έναν χώρο τετραγωνικού σχεδίου. Η παρθική δομή της μεγάλης αίθουσας με ιουάν ή με τριπλή ιουάν τροποποιείται· στα πιο ώριμα δείγματα η ιουάν εκτελεί λειτουργία μνημειακού προδόμου μπροστά στη θολωτή αίθουσα που προορίζεται για αίθουσα του θρόνου. Υπάρχει, αναμφίβολα, μια αίσθηση του εσωτερικού χώρου, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποκλίνει σε σχέση με τις κλασικές δομές του μεσογειακού κόσμου. Η δομή των τσαχάρ τακ, περιπτέρων καλυμμένων με τέσσερα τμήματα θόλου που αποτελούνται μόνο από τέσσερα υποστυλώματα, χωρίς περιμετρικά τοιχώματα, αποτελεί δείγμα της βαθιάς μεταμόρφωσης που υφίσταται η αντίληψη του εσωτερικού χώρου στον σασσανιδικό κόσμο. Σε άλλα κτίρια, η πολύχρωμη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων, που περιλαμβάνει είτε ζωγραφικές συνθέσεις είτε, όπως στην Μπισαπούρ, ψηφιδωτά, τείνει να φωτίσει τον εσωτερικό χώρο, κρύβοντας κάτω από τη φωτεινότητα των επενδύσεων τους βαρείς όγκους της πέτρας και του τούβλου.
Κατά τη σασσανιδική περίοδο, η παραγωγή σε μέταλλο, ιδιαίτερα ασήμι, υπήρξε μεγάλη και υψηλής αισθητικής αξίας: κύπελλα, πιάτα, μπουκάλια, χέρνιβα, πλήρη σερβίτσια, φανερώνουν τη βασιλική προέλευσή τους ή τη σχέση τους με την ανώτατη αριστοκρατία. Οι τελευταίες επιτυχίες των σασσανιδικών δημιουργιών στον τομέα της χρυσοχοΐας είναι αποτυπωμένες σε έργα ζωγραφισμένης κεραμικής της μουσουλμανικής περιόδου (9ος-11ος αι.), στα οποία συνεχίζεται μια στιλιστική παράδοση που μόλις έχει ανανεωθεί και προσαρμοστεί και η οποία είναι φανερό πως είναι ανεξάρτητη από το υλικό και την τεχνική. Η εξαιρετικά εκτεταμένη σασσανιδική ακτινοβολία προς τα Α, που συναντάται με τα εικαστικά ρεύματα του βουδισμού, έδωσε πνοή στις περσοβουδιστικές και σασσανιδογκουπτικές σχολές. Και οι δύο άκμασαν στις ανατολικές περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν και σε εκείνες των βορειοδυτικών τμημάτων της Ινδικής χερσονήσου (σημερινής μεθοριακής ζώνης του Πακιστάν). Ανατολικότερα, στο ρωσικό Τουρκεστάν και στο νεότερο κινεζικό Σινκιάνγκ, άλλες σχολές και τάσεις σασσανιδικής έμπνευσης άνθησαν στις κυριότερες πόλεις της κεντρικής Ασίας, φτάνοντας τελικά κοντά στα δυτικά σύνορα της κατεξοχήν κινεζικής περιοχής, σε ευρήματα εξαιρετικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα σαφή στην περιοχή της Τουρφάν, που είχε γίνει το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο της τουρκικής αυτοκρατορίας των Ουιγούρων και σε μερικές βουδιστικές ζωγραφικές συνθέσεις της μοναστικής πόλης Τουν-Χουάνγκ.
Η ισλαμική τέχνη. Η τέχνη του σασσανιδικού Ι. έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισλαμικής τέχνης και υπό μία έννοια υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ των δύο περιόδων, αν και περιορισμένη σε μερικά ιδιαίτερα στοιχεία. Επιπλέον, η διακοσμητική αίσθηση της σασσανιδικής τέχνης και γενικά όλης της περσικής τέχνης προσαρμοζόταν τέλεια στις αισθητικές απαιτήσεις του ισλαμισμού. Η περσική όμως καταβολή, ακόμα και στην πατροπαράδοτη περιοχή της, δεν επικράτησε απόλυτα, εξαιτίας της βαθιάς διαφοράς του ισλαμικού κόσμου από τον κόσμο του αρχαίου Ι.
Η σαμανιδική δυναστεία της Ανατολής (9ος-10ος αι.), που είχε τα κέντρα της στη Νισαμπούρ της Χορασάν και κυρίως έξω από το σημερινό Ι., στην Μπουχάρα και στη Σαμαρκάνδη, στην Υπερωξιανή, εγκαινίασε την αναβίωση εκείνη των αρχαίων περσικών μορφών που έμελλε να αποδώσει καρπούς υπό τους Σελτζούκους. Δεν έμεινε όμως αδιάφορη στα πρότυπα της χαλιφικής αυλής των Αββασιδών (Βαγδάτη και Σαμάρα) προς τα οποία προσπάθησαν να προσαρμοστούν οι Σαμανίδες.
Με την εισβολή των Σελτζούκων, των οποίων η αυτοκρατορία διήρκεσε από το 1037 έως το 1206, ολόκληρη σειρά ιστορικών και κοινωνικών λόγων ευνόησε την καλλιτεχνική άνθηση του Ι., που τροποποίησε σύμφωνα με την καλαισθησία του την παραδοσιακή πλέον δομή του αραβικού τύπου τζαμιού, δημιουργώντας μια περίστυλη αυλή και υπόστυλη αίθουσα ή εκείνη την καθαρά περσική με μεμονωμένα περίπτερα, που αποτελούνταν από μία μόνο ιουάν ή από μια αίθουσα με τρούλο, δίνοντας ζωή και πλήρη ανάπτυξη στις μορφές που έμειναν ζωντανές στα μετέπειτα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Το τζαμί με τις τέσσερις ιουάν, διατεταγμένες σε βραχίονες σταυρού στα πλευρά της αυλής, ένας από τους οποίους αποτελούσε την είσοδο και ο απέναντί του τον πρόδομο του ιερού προσκυνήματος, που είχε τη μορφή μιας αίθουσας με τρούλο, είναι ακριβώς χαρακτηριστικό της σελτζουκικής περιόδου. Είναι η μετατόπιση του προτύπου του σταυροειδούς σπιτιού της Χορασάν και των πρώτων μεντρεσέδων (θεολογικών σχολών), εμπνευσμένων από το σπίτι, που εμφανίστηκαν ακριβώς στη Χορασάν. Στο κεντρικό Ι., το πρότυπο της σχολής ενέπνευσε τα νέα τζαμιά, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται το τζαμί της Παρασκευής στο Ισπαχάν και τα τζαμιά των Γκολπαγιεγκάν, Ζαουάρα και Αρντεστάν. Επίσης, διατηρείται ο τύπος του τζαμιού με μεμονωμένη πτέρυγα, που αποτελείται από μια ιουάν, η οποία οδηγεί σε μια αίθουσα με τρούλο (όπως το τζαμί της Παρασκευής στην Καζβίν).
Η εποχή των Σελτζούκων εμφανίζει πλούσιες μαρτυρίες κεραμικών, ασημένιων και δαμασκηνωμένων μπρούντζινων έργων. Τα μεγάλα κέντρα παραγωγής κεραμικών, όπως τα Άμολ, Ρέι, Κασάν, κατασκεύασαν αριστουργήματα που κατά ένα μέρος μπορούν να δώσουν μια ιδέα και για την ποιότητα της ζωγραφικής εκείνης της εποχής, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν τίποτα δεν διασώθηκε από τις μικρογραφίες και τα ζωγραφικά έργα που ασφαλώς αφθονούσαν, καθώς διάφορες φιλολογικές πηγές κάνουν λόγο για μεγάλο αριθμό βιβλιοθηκών και συλλογών που υπήρχαν τότε. Το μογγολικό κύμα δεν ανέκοψε εντελώς την καλλιτεχνική άνθηση του Ι. που ανορθώθηκε γρήγορα, ακολουθώντας τον δρόμο που έδειξαν οι Σελτζούκοι. Μεγάλος αριθμός κωδίκων με μικρογραφίες, που ανήκουν στον 13ο αι. και γράφτηκαν μετά την εισβολή, μαρτυρεί το αμείωτο ενδιαφέρον για τη μικρογραφία και αποδεικνύει ότι το κενό που παρατηρείται σε αυτό τον τομέα στη σελτζουκική τέχνη είναι επιφανειακό και οφείλεται ασφαλώς στις μογγολικές καταστροφές.
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική, η περίοδος των Ιλχανιδών (δηλαδή των Μογγόλων) δεν παρουσιάζει νεωτερισμούς, μολονότι οι περίτεχνες μορφές και οι δομές της προηγούμενης εποχής έχουν εκλεπτυνθεί περισσότερο. Η οικοδομική δραστηριότητα, όταν η πρώτη περίοδος παρήλθε, υπήρξε πράγματι τεράστια. Ανάμεσα στα τζαμιά με μια αίθουσα και τρούλο και με πρόσβαση σε ιουάν, συμπεριλαμβάνονται το Μαστζίντ ε-Μπαμπά Αμπντολάχ της Ναεΐν και το τζαμί της Παρασκευής της Αρνταμπίλ. Από την άλλη, ανάμεσα στα τζαμιά με αυλή και τέσσερις ιουάν, αξιόλογα είναι εκείνα της Βαραμίν και της Κερμάν. Επιπλέον, ανάμεσα στους τάφους, παράλληλα με τον πυργωτό τύπο με κωνική στέγη σελτζουκικής παράδοσης, που παραπέμπει στη σκηνή των νομάδων, ξεχωρίζει το πολυγωνικό μαυσωλείο με ωοειδή τρούλο του Μοχάματ Ολτζαϊτού Χουνταμπάντα, αδελφού του Γαζάν Χαν, στη Σολτανίγιε: ο ίδιος έχτισε ένα νέο προσκύνημα στο τζαμί της Παρασκευής του Ισπαχάν, στρωμένο με πολύτιμα μαύρα, λευκά και μπλε κεραμικά μωσαϊκά. Από τις περίφημες πόλεις που ιδρύθηκαν αντίστοιχα Δ και Α της Ταμπρίζ από τον Γαζάν Χαν (Γαζανίγιε) και τον πρωθυπουργό του, Ρασιντοντίν (Μπαμπ-ε-Ρασίντι), δεν σώζεται τίποτα. Ωστόσο, η Ταμπρίζ, γνωστή στην Ευρώπη με την ελληνική ονομασία Ταυρίς, που εξελίχθηκε σε λαμπρό κέντρο, μεταξύ άλλων και λόγω του πανεπιστημίου της (έργο του Ρασιντοντίν), είναι πασίγνωστη για τη σχολή μικρογραφίας.
Από τα οικοδομήματα της εποχής των Τιμουριδών πολύ λίγα σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Όμως, παράλληλα με την εμμονή στο τζαμί με τέσσερις ιουάν (τζαμί της Μάσχαντ, μεντρεσέδες της Χεράτ και της Χαργκίρντ για τη σουλτάνα Τζάουχαρ Σαντ, σύζυγο του Ρουχ Σαχ), παρατηρείται ανάπτυξη του τζαμιού που αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα με τρούλο και με ιουάν εισόδου, δίχως αυλή, το οποίο προτιμούσαν στην κεντρική Ασία, ιδιαίτερα για τα τζαμιά-μαυσωλεία. Το σχέδιο με τρούλο απέκτησε καθαρά βυζαντινό χαρακτήρα στο γαλάζιο τζαμί της Ταμπρίζ (1465), μεγάλη κεντρική αίθουσα, περιβαλλόμενη από τρουλωτούς χώρους.
Χαρακτηριστικός της εποχής των Τιμουριδών είναι ο τρούλος σε σχήμα βολβού με νευρώσεις, που τοποθετείται πάνω από έναν κανονικό εσωτερικό τρούλο, όπως αυτός που βρίσκεται, παραδείγματος χάριν, στο μαυσωλείο του Ταμερλάνου στη Σαμαρκάνδη.
Ωστόσο, η καλλιτεχνική δόξα της εποχής των Τιμουριδών συγκεντρώνεται κυρίως στη μικρογραφία και στην κεραμική, που ενίοτε σχετίζονται μεταξύ τους. Στην κεραμική, η εισαγωγή του κινεζικού άσπρου και μπλε δημιουργεί μια τοπική απομίμηση, τη λεγόμενη περσική μέση πορσελάνη.
Το απόγειο της μικρογραφίας σημειώνεται από τον Καμαλοντίν Μπιχζάντ (;-1536/7), μία από τις μεγαλύτερες ζωγραφικές μορφές του Ι. και ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Σε αυτόν οφείλεται όχι μόνο η ανανέωση που διατηρήθηκε έως την εποχή των Σαφαβιδών αλλά και ο σπόρος της πλουσιότατης ζωγραφικής σχολής των Μογγόλων των Ινδιών, που αντικατοπτρίζει το μεγαλείο μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της ινδικής υποηπείρου.
Διαφορετική είναι η μεγάλη προσωπικότητα του Ρεζά-ε-Αμπάσι (που έδρασε μεταξύ 1610-1640), ο οποίος κυριαρχεί κατά τη σαφαβιδική περίοδο. Οι συνεχείς χρωματικές και εικαστικές αναζητήσεις του, μολονότι ενισχύονταν από μια εξαιρετική δύναμη δημιουργίας, δείχνουν ότι κινήθηκε σε διαφορετικούς δρόμους με κάποια σχετική αβεβαιότητα προθέσεων που αποτυπώνεται στην ποικιλία των εκφραστικών μέσων. Με τους Σαφαβίδες, ύστερα από μια λαμπρή περίοδο για την Ταμπρίζ, το πολιτιστικό κέντρο μεταφέρθηκε στο Ισπαχάν. Οι επαφές με τους Ευρωπαίους άσκησαν κάποια επίδραση στις ιρανικές εικαστικές τέχνες, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Αρκετά ευρύτερες είναι οι επαφές με την Κίνα, η οποία, μέσω των λευκών και μπλε πορσελανών της, επηρέασε σημαντικά την ιρανική τεχνοτροπία. Γενικά όμως, η εθνική αναγέννηση υπό τους Σαφαβίδες μεταφράζεται σε μια εντατική παραγωγή στο πεδίο των εφαρμοσμένων τεχνών, αλλά προκάλεσε βαθιές αλλοιώσεις στο περιβάλλον της υψηλής κουλτούρας, που τον αντίκτυπό του υπέστησαν και η μικρογραφία και το σχέδιο. Η αρχιτεκτονική ακολούθησε μάλλον με κόπο τους προγενέστερους τύπους, προσδίδοντας έναν τόνο μεγαλοπρέπειας στις δομές με τέσσερις ιουάν των τζαμιών και των μεντρεσέδων (Μαστζίντ-ε Σαχ και τζαμί του Σαΐχ Λουτφολάχ στο Ισπαχάν, μεντρεσές του σουλτάνου Χουσεΐν ή της μητέρας του σάχη, πάλι στο Ισπαχάν) και επενδύοντάς τις με μια εκθαμβωτική λάμψη διακοσμήσεων από πολύχρωμα κεραμικά σε γαλάζιο φόντο.
Ωστόσο, η αληθινή σαφαβιδική δημιουργία βρίσκεται στο πεδίο της πολεοδομίας, με τη μεγαλόπρεπη εκείνη πολεοδομική οργάνωση του Ισπαχάν, που οφείλεται στον Αμπάς Α’ τον Μεγάλο (1587-1629). Συγκεκριμενοποιείται σε ένα δίκτυο κτιρίων, πλατειών, δενδροφυτεμένων δρόμων και κήπων, οι οποίοι μπορούν να συγκριθούν με εκείνους των Βερσαλιών του Λουδοβίκου ΙΔ’.
Η ήττα που υπέστη από τους Αφγανούς, το 1722, ο σάχης Χουσεΐν, το τέλος της δυναστείας (1736) και οι επιπλοκές που δημιούργησε στο Ι. η Ρωσία και η Τουρκία προκάλεσαν ανέχεια στη χώρα και κατέβαλαν το πνεύμα της εξαντλώντας τη δημιουργική ισχύ της.Η ιστορία της περσικής τέχνης μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις μεγάλες κύριες φάσεις. Η πρώτη είναι η φάση που άρχισε με τους νεολιθικούς πολιτισμούς και τελείωσε με την πλήρη εδραίωση της χρήσης των μετάλλων, στις αρχές της αυτοκρατορίας των Μήδων. Ακολούθησε η φάση που περιλαμβάνει την περίοδο των Αχαιμενιδών, η οποία τερματίστηκε με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την περίοδο των Σελευκιδών, την παρθική περίοδο και την περίοδο των Σασσανιδών. Τέλος, είναι η ισλαμική φάση, που φτάνει έως τις ημέρες μας.
Από τους νεολιθικούς πολιτισμούς έως την αυτοκρατορία των Μήδων. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα της νεολιθικής περιόδου περιορίζεται στην παραγωγή αντικειμένων από οπτή γη και στη ζωγραφική των αγγείων που τη συνοδεύει. Τα πρώτα προϊόντα ζωγραφισμένης οπτής γης (που χρονολογούνται από την 5η χιλιετία π.Χ.) κατασκευάστηκαν χωρίς τη βοήθεια κεραμικού τροχού και η διακόσμησή τους αποτελείται από γεωμετρικά μοτίβα, εμπνευσμένα από τα συμπλέγματα λυγαριάς και ινών που σχηματίζουν καλάθια και πανέρια. Στον νότο, τα ζωγραφισμένα αγγεία από οπτή γη (τερακότα) των Σούσων και του Τελ-ε-Μπάκουν (κοντά στην Περσέπολη) αποτελούν αληθινά έργα τέχνης, από τα καλύτερα της αρχαιότητας.
Η εμφάνιση της μεταλλουργίας οδήγησε στην ανάπτυξη της τέχνης της επεξεργασίας του χαλκού, ενώ, από το πρώτο τέταρτο της 3ης χιλιετίας π.Χ., η ελαμιτική ζώνη με κέντρο τα Σούσα παρουσίαζε μια κρατική οργάνωση που αντικατοπτρίζει την οργάνωση του μεσοποταμιακού κόσμου, η οποία όμως καταλήγει να είναι διαφορετική και κατά ένα μέρος αυτόνομη. Για ένα χρονικό διάστημα, τα ζωγραφισμένα αγγεία εξαφανίστηκαν και η επίδραση της Ουρούκ μαρτυρείται από τη διάδοση της μεσοποταμιακής μονόχρωμης κεραμικής, που ονομάζεται γι’ αυτό ακριβώς κεραμική της Ουρούκ. Στη συνέχεια εμφανίζεται η ζωγραφισμένη κεραμική, με ένα σχηματοποιημένο πολύχρωμο στιλ. Τα έργα του νότου συνετέλεσαν στη συνύπαρξη –παράλληλα με το καθαυτό στιλιζάρισμα της αγγειακής ζωγραφικής– βεριστικών συνθέσεων, όπως είναι εκείνες που απαντώνται στις σφραγίδες. Στον βορρά, στη χώρα των Λουλουβαίων που αντιστοιχεί με το δυτικό τμήμα της Μηδίας, εμφανίστηκαν, από το α’ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., μεγάλα ανάγλυφα σε βράχους, που είναι τα πρωτότυπα ενός μνημειακού τύπου στον οποίο το Ι. έμεινε πιστό έως τη στιγμή του εξισλαμισμού. Πιθανότατα, πρόκειται για έργα εμπνευσμένα από τα ελαμιτικά εικαστικά ρεύματα, αν όχι δημιουργίες των κατοίκων της Ελάμ.
Ο ελαμιτικός πολιτισμός, που άκμασε στον νότο, έχει να επιδείξει πολλά ανάγλυφα σε βράχους (όπως εκείνα της Κουρανγκούν, της Νακς-ε-Ρούσταμ στη Φαρς κ.ά.) και ανέπτυξε αυτόνομα καλλιτεχνικά στοιχεία που έφτασαν στη κορύφωσή τους την εποχή της ανεξαρτησίας της Ελάμ, δηλαδή τον 13ο και 12ο αι. π.Χ., όταν ακριβώς τα ελαμιτικά έργα προσέλαβαν εξαιρετικά χαρακτηριστικά δημιουργικής πρωτοτυπίας, με εκτεταμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως οι μεγάλες ζιγκουράτ, οι νέοι ναοί και το ανάκτορο με υπόγειους θολωτούς τάφους του βασιλικού συγκροτήματος της Τσούγα Ζανμπίλ, που ιδρύθηκε από τον Ουντάς-Χουμπάν (Ουντάς Γκαλ). Είναι εμφανής η πυρετώδης οικοδομική δραστηριότητα που εκδηλώνεται σε ναούς, ανάκτορα και άλλες ζιγκουράτ μικρότερης σημασίας.
Η τέχνη του μετάλλου τελειοποιήθηκε τόσο ώστε οδήγησε στη δημιουργία έργων που όχι μόνο είναι απόδειξη μιας απίστευτης ικανότητας αλλά και εξαιρετικού πλούτου. Το άγαλμα της βασίλισσας Ναπίρ-Ασού, συζύγου του βασιλιά Ουντάς Χουμπάν (γύρω στο 1250 π.Χ.), που σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο, είναι ένα αληθινό αριστούργημα και από τεχνική και από μορφική άποψη. Το απόγειο της παραγωγής σε μπρούντζο σημειώνεται με τα αντικείμενα του Λουριστάν, κεντρικής ορεινής περιοχής, όπου βρέθηκαν έως τώρα χιλιάδες έργα μικρών διαστάσεων. Ωστόσο, αναπτύχθηκαν και άλλα ρεύματα παράλληλα, που είναι πιθανό να προηγήθηκαν από αυτήν. Πρόκειται κυρίως για εικαστικά ρεύματα του βορρά, τα οποία απηχούν είτε την καλλιτεχνική δραστηριότητα των γύρω χωρών είτε άλλων πολιτισμών του ορειχάλκου που είχαν αναπτυχθεί στον Καύκασο. Η κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας είχε, δίχως αμφιβολία, σπουδαιότητα και για την παραγωγή του Λουριστάν ύστερα από μετανάστευση καλλιτεχνών προς το Ι., όπως ακριβώς και εκείνη της Ουραρτού που μπόρεσε να εδραιωθεί με παρόμοιο τρόπο και ως ποσότητα και ως ποιότητα. Όμως και αυτά τα ρεύματα που εμφανίζονται μικρότερα είναι πολύ χαρακτηριστικά και στην επεξεργασία των μετάλλων και της οπτής γης. Η τελευταία υπερέχει προπάντων στα ζωγραφισμένα αγγεία της Σιγιάλκ (10ο-9ο αι. π.Χ.), τυπικά για το μακρύτατο ράμφος τους εκκένωσης υγρών, και στα αγγεία, με μακρύ ράμφος και αυτά, αλλά μονόχρωμα, της Χασανλού, που έχουν το πλαστικό μοτίβο της Ουραρτού, δηλαδή το ζώο − φύλακα του υγρού. Η Χασανλού, με το μεγάλο χρυσό αγγείο της, που ανακαλύφθηκε το 1959 και με τα μπρούντζινα έργα με χαρακτηριστική μορφή λόγω της τερατώδους παραμόρφωσης της εικόνας του ζώου (πάρα πολύ μικρά λιοντάρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τεχεράνης και στη συλλογή Ζαν Κουαφάρ στο Παρίσι) προφανώς προηγήθηκε, αφού χρονολογείται από τους 12ο-10ο αι. π.Χ., της παραγωγής του Λουριστάν, όπως και η Χουρβίν, ενώ το υπέροχο κύπελλο των Λεόντων που προήλθε από την Καλάρ Νταστ στη Μαζανταράν αποκαλύπτει μια χεττιτική επίδραση που δεν λείπει ούτε από εκείνο της Χασανλού. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο λεγόμενος Θησαυρός της Ζιουίγιε (7ος αι. π.Χ.), που μαζί με ασσυριακά στοιχεία και άλλα προερχόμενα από την Ουραρτού, εμπεριέχει και σκυθικές επιδράσεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Τα έργα σε χρυσό αυτού του θησαυρού, μολονότι κατά ένα μέρος έχουν υποστεί ζημιές, παραμένουν από τα καλύτερα της αρχαίας χρυσοχοΐας. Το εικαστικό ρεύμα που εκδηλώνεται στον Θησαυρό της Ζιουίγιε, στα αντικείμενα της Χασανλού και της Αμλάς και κατά ένα μέρος στα μπρούντζινα του Λουριστάν, πιθανολογείται ότι συνδέεται με την τέχνη των Μήδων. Η εισβολή των τελευταίων από τα Α, ενώ εκμηδένισε την ασσυριακή ισχύ και τις σκυθικές διεισδύσεις, προλείανε το έδαφος για τη γένεση της μεγαλύτερης από τις περσικές αυτοκρατορίες, αυτής των Αχαιμενιδών.
Η μηδική τέχνη δεν είναι ακόμα καλά γνωστή, καθώς το κυριότερο κέντρο της, η βασιλική πόλη Εκβάτανα (η σημερινή Χαμαντάν), δεν έχει ανασκαφεί. Εκεί είχε από τότε επικρατήσει η περσική πολεοδομία, με τον διαχωρισμό της νεκρόπολης από το κατοικημένο τμήμα (αντίληψη που είχε προέλθει από τους Αρίους) και με την εγκατάσταση της βασιλικής πόλης σε λόφο με τεχνητή αναβαθμίδα (ακρόπολη των Εκβατάνων). Οι τάφοι σε βράχους του 8ου-7ου αι. π.Χ., που διέθεταν προσόψεις με υπόστεγα στηριζόμενα σε στρογγυλούς κίονες, απομίμηση των προσόψεων των σπιτιών, και χονδροειδή ανάγλυφα σκυθο-μηδο-λουριστανικής αισθητικής στις λεπτομέρειες των μορφών, αποτελούν τους προδρόμους των αχαιμενιδικών αναγλύφων σε βράχους, ιδιαίτερα ως προς τον τύπο του βασιλικού προσώπου, σε όρθια στάση κοντά στον βωμό της φωτιάς.
Η περσική αυτοκρατορική τέχνη. Η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κύρος εκτεινόταν από την Αίγυπτο έως την Ινδία και την κεντρική Ασία, περιλαμβάνοντας πολιτιστικές καταβολές τελείως διαφορετικές, τις οποίες, όμως, πάντοτε αφομοίωνε βαθιά. Η τέχνη αυτής της περιόδου (559-330 π.Χ.) είναι προπάντων αυτοκρατορική, έχοντας ως προορισμό την εξύμνηση του ηγεμόνα, και εμπνευσμένη ταυτόχρονα από την ίδια τη δομή του απέραντου κρατικού οργανισμού. Η βασιλική πόλη βασιζόταν σε τρία οικοδομήματα: μια μεγάλη είσοδο με αίθουσα με κίονες και πόρτες προστατευόμενες από τα μυθικά ζώα-φύλακες (αρχαίο μεσοποταμιακό θέμα)· μια αίθουσα με κίονες ή αίθουσα του θρόνου (Απαδάνα), στην οποία ο Μεγάλος Βασιλιάς δεχόταν τους αντιπροσώπους των λαών που ήταν υπήκοοι της απέραντης αυτοκρατορίας· μια αίθουσα συμποσίων προορισμένη για τον βασιλιά και τους καλεσμένους του, δηλαδή τους προνομιούχους της μηδικής και περσικής αριστοκρατίας. Τα κυριότερα αρχιτεκτονικά έργα είναι τα ανάκτορα (Πασαργάδες, Περσέπολη, Σούσα), οι τάφοι (όπως εκείνοι στους βράχους της Νακς-ε-Ρούσταμ κοντά στην Περσέπολη που ανέπτυξαν στις προσόψεις και στα ανάγλυφα το αρχαίο μηδικό πρότυπο, και ο τάφος ο επονομαζόμενος του Κύρου στις Πασαργάδες με νεκρικά δωμάτια με στέγη επικλινή πάνω σε βάση με μεγάλα σκαλοπάτια προς τα πίσω, του τύπου ζιγκουράτ), καθώς και οι ναοί της φωτιάς, σε σχήμα τετραγωνικού πύργου (Νακς-ε-Ρούσταμ). Το ζωροαστρικό θρησκευτικό ρεύμα αντικατοπτρίζεται κατά ένα μέρος στα έργα τέχνης.
Η πολιτιστική ακτινοβολία της περιόδου των Αχαιμενιδών εκτείνεται έως τα πιο μακρινά εδάφη είτε μέσω των εμπορικών συναλλαγών είτε μέσω φαινομένων κατεξοχήν πολιτιστικής επέκτασης. Αξιόλογα αντικείμενα περσικής προέλευσης βρέθηκαν άφθονα στον Καύκασο, στη νότια Ρωσία και στις πόλεις της οροσειράς των Ουραλίων, ενώ στα Α, στις όχθες της λίμνης Αράλης και στις λεκάνες του Αμού Νταριά και του Σιρ Νταριά, αναδύονταν νέες κουλτούρες από την αντανάκλαση της περσικής εξέλιξης. Ακόμα πιο πέρα, στην καρδιά των Αλτάι και στην έρημο Τάκλα Μακάν, άλλα ευρήματα διαφόρων ειδών μαρτυρούν την αχαιμενιδική ακτινοβολία προς τα Α· αλλά εκείνη που βίωσε εντονότερα την περσική επίδραση ήταν η Ινδία. Ωστόσο, το απόγειο μιας τέτοιας ακτινοβολίας είναι προφανώς μεταγενέστερο της κατάρρευσης της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας και της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι ακριβώς υπό τους Μοριά (Μωρύα), τη στιγμή δηλαδή του σχηματισμού και της ανάπτυξης της πρώτης ινδικής εθνικής αυτοκρατορίας, παρατηρείται στην Ινδία μια επιβίωση της αχαιμενιδικής αυτοκρατορικής οργάνωσης και μερικών μορφών περσικής τέχνης.
Η δημιουργία του παρθικού βασιλείου συμπίπτει με μια βαθιά αισθητική μεταμόρφωση που έμελλε να έχει αξιοσημείωτες συνέπειες στους επόμενους αιώνες. Ατέρμονες συζητήσεις έχουν διεξαχθεί σχετικά με την αξία της παρθικής τέχνης λόγω και της σχετικής σπανιότητας των ευρημάτων που υπάρχουν, την οποία συμπληρώνουν κατά ένα μέρος εκείνα που βρέθηκαν στις περιφερειακές ζώνες και σε άλλες που υπάγονταν στην επίδραση των Αρσακιδών. Έτσι, στις πόλεις-σταθμούς καραβανιών της δύσης, όπως η Δούρα Ευρωπός και η Παλμύρα, βρέθηκαν ίχνη σημαντικής παρθικής επίδρασης –που άλλωστε φαίνεται να ασκήθηκε και στα Α, στις περιοχές της βορειοδυτικής Ινδίας– και κεντροασιατικά στοιχεία, που μπορούν να οριστούν με το όνομα των Κουσάνα, υπό την αυτοκρατορία των οποίων άνθησε η τέχνη της Γκαντάρα, εμφανίστηκαν παράλληλα με ανάλογες παρατηρήσεις, με την παρθική επίδραση που ασκήθηκε σε αυτές τις περιοχές της Ανατολής. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι η εμμονή και οι αναλογίες μερικών εικαστικών τρόπων και στην παρθική τέχνη και σε εκείνη των ινδοαφγανικών περιοχών.
Οι αρχές της παρθικής τέχνης παραμένουν μέχρι σήμερα μυστηριώδεις ή τουλάχιστον ασαφείς, αν και δεν είναι αδύνατο, να διαπιστωθούν σε αυτές στοιχεία που απηχούν κεντροασιατικές επιρροές. Η δημιουργία μερικών αρχιτεκτονικών τύπων, όπως η αυλή με τέσσερις ιουάν (θολωτές αίθουσες, ανοιχτές στην πρόσοψη) που τόση τύχη γνώρισε στο σασσανιδικό Ι. και στην ισλαμική τέχνη, η ευρύτατη χρήση γυψοκονίας και μερικοί τρόποι που εκμεταλλεύονται κλασικά στοιχεία με μια καλαισθησία σχεδόν μπαρόκ για τις επιφάνειες και για τις αντιθέσεις φωτός και σκιάς, αποτελούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της παρθικής αρχιτεκτονικής. Τα κυριότερα δείγματα στην ίδια την Περσία είναι τα ερείπια του ανακτόρου με αυλή με τέσσερις ιουάν της Νύσας, της πρώτης παρθικής πρωτεύουσας στις στέπες του βορρά. Αντίθετα, τα ανάκτορα της Χάτρα και της Ασύρ, στη Μεσοποταμία, ανέπτυξαν το μοτίβο της τριπλής θολωτής αίθουσας, που άνοιγε προς τις τρεις μνημειακές ιουάν της πρόσοψης, η οποία φαίνεται ήδη να μετατρέπεται σε μια μεγάλη αίθουσα με τρία κλίτη (αλλά με επίπεδη στέγη), στη Νύσσα.
Η μεγάλη ανάπτυξη της τέχνης της μεταλλουργίας μαρτυρείται από τα μπρούντζινα αγάλματα της Σάμι στο Χουζιστάν. Τα αγάλματα της Χάτρα και τα λείψανα των αγαλμάτων της Νιμρούδ Νταγ μαρτυρούν την ύπαρξη μιας μνημειακής γλυπτικής σε πέτρα, σημαντικού ενδιαφέροντος.
Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προέρχεται πιθανότατα η ευρεία χρήση γυψοκονίας και γύψου, όπως κλασικο-ελληνιστικής προέλευσης είναι και ορισμένες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην κεραμική η οποία ενίοτε παρέκκλινε από την καθαρή βιοτεχνία και έφτανε σε επίπεδα υψηλής τέχνης. Η παρθική τέχνη, κατά συνέπεια, συγκεντρώνει διάφορες τάσεις με έντονο το κλασικο-ελληνιστικό στοιχείο.
Η παρθική παραγωγή στον τομέα των εικαστικών τεχνών φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη καλαισθησία, χαρακτηριστική των νομάδων του εξωτερικού Ι. Με τους Σαρμάτες και τους Κουσάνα, φυλές συγγενικές μεταξύ τους, οι Πάρθοι είναι οι εμπνευστές αξιοσημείωτων τροποποιήσεων στα καλλιτεχνικά ρεύματα και στην καλαισθησία των χωρών στις οποίες κυριαρχούσαν ή ήταν εκτεθειμένες στην επιρροή τους. Εν τω μεταξύ, εδραιώθηκε νέα καλαισθησία, αποτέλεσμα της βαθιάς κοινωνικής μεταμόρφωσης. Η τέχνη τέθηκε, τρόπον τινά, στην υπηρεσία της ιστορίας και τα σπουδαιότερα έργα που φιλοτεχνούνταν προς τιμήν μεγάλων προσώπων έπαψαν να είναι αποκρυφιστικές και σχεδόν απρόσιτες υλικά μνήμες των επαφών μεταξύ ηγεμόνα και θεότητας, και πήραν τη μορφή δημόσιου εορτασμού της αυτοκρατορίας και των λαϊκών πομπών. Σε αυτή την εορταστική τάση, στην οποία οφείλονται οι κολοσσιαίες εικόνες που βρίσκονται χαραγμένες σε βράχους στη Νακς-ε-Ρούσταμ, στην Ταχτ-ε-Μπουστάν, στην Μπισαπούρ, στη Φιρουζαμπάτ και αντιπροσωπεύουν μια νέα αίσθηση της ιστορίας, διαφαίνεται και κάποια ρωμαϊκή επίδραση. Όμως, η ρωμαϊκή ιστορική αφήγηση είχε τελείως διαφορετική φυσιογνωμία και δομή από τη σχεδόν συμβολική (και τόσο συνοπτική) του σασσανιδικού κόσμου. Αρχικά, οι κολοσσιαίες συνθέσεις ήταν πολύχρωμες και η δομή τους αντιστοιχεί πολύ στις μικρές συνθέσεις που διακοσμούν τα ασημένια κύπελλα και αγγεία (συλλογές της εθνικής βιβλιοθήκης του Παρισιού, του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και του Αρχαιολογικού Μουσείου της Τεχεράνης).
Η σασσανιδική αρχιτεκτονική είναι γνωστή από τα ερείπια των ανακτόρων (Μπισαπούρ, Φιρουζαμπάτ), των ναών (Κασρ-ε-Σιρίν), των πυρολατρικών προσκυνημάτων στην Νταουλαταμπάτ, στην Τανγκ-ε-Κάραμ και στη Νακς-ε-Ρούσταμ. Σπάνια δείγματα ναού και προσκυνήματος σε ζευγάρι ή ναού για τη μυστική διατήρηση της φωτιάς και προσκυνήματος πτέρυγας για τη δημόσια λατρεία ανακαλύφθηκαν στην Τανγκ-ε-Τσακτσάκ και στην Κουνάρ Σιγιάχ. Δεν λείπουν, όμως, στρατιωτικά και πολιτικά αρχιτεκτονικά συγκροτήματα κοινής χρήσης (γέφυρες, φρούρια κλπ.). Το πνεύμα της αρχιτεκτονικής δεν είναι λιγότερο μεγαλόπρεπο από εκείνο των Αχαιμενιδών, αλλά αξιοποιείται με στοιχεία αρκετά πιο περίπλοκα. Η ικανότητα εκμετάλλευσης του τόξου και του θόλου, η ευρεία χρήση του ημισφαιρικού τρούλου, της προσδίδουν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην οποία ξεχωρίζουν μερικές πρωτότυπες λύσεις που υπαγορεύονται από την ανάγκη της αξιοποίησης ορισμένων στοιχείων του χώρου, όπως, παραδείγματος χάριν, τα κλιμακοστάσια σύνδεσης που επιτρέπουν την κάλυψη του ημισφαιρικού τρούλου με έναν χώρο τετραγωνικού σχεδίου. Η παρθική δομή της μεγάλης αίθουσας με ιουάν ή με τριπλή ιουάν τροποποιείται· στα πιο ώριμα δείγματα η ιουάν εκτελεί λειτουργία μνημειακού προδόμου μπροστά στη θολωτή αίθουσα που προορίζεται για αίθουσα του θρόνου. Υπάρχει, αναμφίβολα, μια αίσθηση του εσωτερικού χώρου, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποκλίνει σε σχέση με τις κλασικές δομές του μεσογειακού κόσμου. Η δομή των τσαχάρ τακ, περιπτέρων καλυμμένων με τέσσερα τμήματα θόλου που αποτελούνται μόνο από τέσσερα υποστυλώματα, χωρίς περιμετρικά τοιχώματα, αποτελεί δείγμα της βαθιάς μεταμόρφωσης που υφίσταται η αντίληψη του εσωτερικού χώρου στον σασσανιδικό κόσμο. Σε άλλα κτίρια, η πολύχρωμη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων, που περιλαμβάνει είτε ζωγραφικές συνθέσεις είτε, όπως στην Μπισαπούρ, ψηφιδωτά, τείνει να φωτίσει τον εσωτερικό χώρο, κρύβοντας κάτω από τη φωτεινότητα των επενδύσεων τους βαρείς όγκους της πέτρας και του τούβλου.
Κατά τη σασσανιδική περίοδο, η παραγωγή σε μέταλλο, ιδιαίτερα ασήμι, υπήρξε μεγάλη και υψηλής αισθητικής αξίας: κύπελλα, πιάτα, μπουκάλια, χέρνιβα, πλήρη σερβίτσια, φανερώνουν τη βασιλική προέλευσή τους ή τη σχέση τους με την ανώτατη αριστοκρατία. Οι τελευταίες επιτυχίες των σασσανιδικών δημιουργιών στον τομέα της χρυσοχοΐας είναι αποτυπωμένες σε έργα ζωγραφισμένης κεραμικής της μουσουλμανικής περιόδου (9ος-11ος αι.), στα οποία συνεχίζεται μια στιλιστική παράδοση που μόλις έχει ανανεωθεί και προσαρμοστεί και η οποία είναι φανερό πως είναι ανεξάρτητη από το υλικό και την τεχνική. Η εξαιρετικά εκτεταμένη σασσανιδική ακτινοβολία προς τα Α, που συναντάται με τα εικαστικά ρεύματα του βουδισμού, έδωσε πνοή στις περσοβουδιστικές και σασσανιδογκουπτικές σχολές. Και οι δύο άκμασαν στις ανατολικές περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν και σε εκείνες των βορειοδυτικών τμημάτων της Ινδικής χερσονήσου (σημερινής μεθοριακής ζώνης του Πακιστάν). Ανατολικότερα, στο ρωσικό Τουρκεστάν και στο νεότερο κινεζικό Σινκιάνγκ, άλλες σχολές και τάσεις σασσανιδικής έμπνευσης άνθησαν στις κυριότερες πόλεις της κεντρικής Ασίας, φτάνοντας τελικά κοντά στα δυτικά σύνορα της κατεξοχήν κινεζικής περιοχής, σε ευρήματα εξαιρετικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα σαφή στην περιοχή της Τουρφάν, που είχε γίνει το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο της τουρκικής αυτοκρατορίας των Ουιγούρων και σε μερικές βουδιστικές ζωγραφικές συνθέσεις της μοναστικής πόλης Τουν-Χουάνγκ.
Η ισλαμική τέχνη. Η τέχνη του σασσανιδικού Ι. έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισλαμικής τέχνης και υπό μία έννοια υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ των δύο περιόδων, αν και περιορισμένη σε μερικά ιδιαίτερα στοιχεία. Επιπλέον, η διακοσμητική αίσθηση της σασσανιδικής τέχνης και γενικά όλης της περσικής τέχνης προσαρμοζόταν τέλεια στις αισθητικές απαιτήσεις του ισλαμισμού. Η περσική όμως καταβολή, ακόμα και στην πατροπαράδοτη περιοχή της, δεν επικράτησε απόλυτα, εξαιτίας της βαθιάς διαφοράς του ισλαμικού κόσμου από τον κόσμο του αρχαίου Ι.
Η σαμανιδική δυναστεία της Ανατολής (9ος-10ος αι.), που είχε τα κέντρα της στη Νισαμπούρ της Χορασάν και κυρίως έξω από το σημερινό Ι., στην Μπουχάρα και στη Σαμαρκάνδη, στην Υπερωξιανή, εγκαινίασε την αναβίωση εκείνη των αρχαίων περσικών μορφών που έμελλε να αποδώσει καρπούς υπό τους Σελτζούκους. Δεν έμεινε όμως αδιάφορη στα πρότυπα της χαλιφικής αυλής των Αββασιδών (Βαγδάτη και Σαμάρα) προς τα οποία προσπάθησαν να προσαρμοστούν οι Σαμανίδες.
Με την εισβολή των Σελτζούκων, των οποίων η αυτοκρατορία διήρκεσε από το 1037 έως το 1206, ολόκληρη σειρά ιστορικών και κοινωνικών λόγων ευνόησε την καλλιτεχνική άνθηση του Ι., που τροποποίησε σύμφωνα με την καλαισθησία του την παραδοσιακή πλέον δομή του αραβικού τύπου τζαμιού, δημιουργώντας μια περίστυλη αυλή και υπόστυλη αίθουσα ή εκείνη την καθαρά περσική με μεμονωμένα περίπτερα, που αποτελούνταν από μία μόνο ιουάν ή από μια αίθουσα με τρούλο, δίνοντας ζωή και πλήρη ανάπτυξη στις μορφές που έμειναν ζωντανές στα μετέπειτα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Το τζαμί με τις τέσσερις ιουάν, διατεταγμένες σε βραχίονες σταυρού στα πλευρά της αυλής, ένας από τους οποίους αποτελούσε την είσοδο και ο απέναντί του τον πρόδομο του ιερού προσκυνήματος, που είχε τη μορφή μιας αίθουσας με τρούλο, είναι ακριβώς χαρακτηριστικό της σελτζουκικής περιόδου. Είναι η μετατόπιση του προτύπου του σταυροειδούς σπιτιού της Χορασάν και των πρώτων μεντρεσέδων (θεολογικών σχολών), εμπνευσμένων από το σπίτι, που εμφανίστηκαν ακριβώς στη Χορασάν. Στο κεντρικό Ι., το πρότυπο της σχολής ενέπνευσε τα νέα τζαμιά, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται το τζαμί της Παρασκευής στο Ισπαχάν και τα τζαμιά των Γκολπαγιεγκάν, Ζαουάρα και Αρντεστάν. Επίσης, διατηρείται ο τύπος του τζαμιού με μεμονωμένη πτέρυγα, που αποτελείται από μια ιουάν, η οποία οδηγεί σε μια αίθουσα με τρούλο (όπως το τζαμί της Παρασκευής στην Καζβίν).
Η εποχή των Σελτζούκων εμφανίζει πλούσιες μαρτυρίες κεραμικών, ασημένιων και δαμασκηνωμένων μπρούντζινων έργων. Τα μεγάλα κέντρα παραγωγής κεραμικών, όπως τα Άμολ, Ρέι, Κασάν, κατασκεύασαν αριστουργήματα που κατά ένα μέρος μπορούν να δώσουν μια ιδέα και για την ποιότητα της ζωγραφικής εκείνης της εποχής, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν τίποτα δεν διασώθηκε από τις μικρογραφίες και τα ζωγραφικά έργα που ασφαλώς αφθονούσαν, καθώς διάφορες φιλολογικές πηγές κάνουν λόγο για μεγάλο αριθμό βιβλιοθηκών και συλλογών που υπήρχαν τότε. Το μογγολικό κύμα δεν ανέκοψε εντελώς την καλλιτεχνική άνθηση του Ι. που ανορθώθηκε γρήγορα, ακολουθώντας τον δρόμο που έδειξαν οι Σελτζούκοι. Μεγάλος αριθμός κωδίκων με μικρογραφίες, που ανήκουν στον 13ο αι. και γράφτηκαν μετά την εισβολή, μαρτυρεί το αμείωτο ενδιαφέρον για τη μικρογραφία και αποδεικνύει ότι το κενό που παρατηρείται σε αυτό τον τομέα στη σελτζουκική τέχνη είναι επιφανειακό και οφείλεται ασφαλώς στις μογγολικές καταστροφές.
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική, η περίοδος των Ιλχανιδών (δηλαδή των Μογγόλων) δεν παρουσιάζει νεωτερισμούς, μολονότι οι περίτεχνες μορφές και οι δομές της προηγούμενης εποχής έχουν εκλεπτυνθεί περισσότερο. Η οικοδομική δραστηριότητα, όταν η πρώτη περίοδος παρήλθε, υπήρξε πράγματι τεράστια. Ανάμεσα στα τζαμιά με μια αίθουσα και τρούλο και με πρόσβαση σε ιουάν, συμπεριλαμβάνονται το Μαστζίντ ε-Μπαμπά Αμπντολάχ της Ναεΐν και το τζαμί της Παρασκευής της Αρνταμπίλ. Από την άλλη, ανάμεσα στα τζαμιά με αυλή και τέσσερις ιουάν, αξιόλογα είναι εκείνα της Βαραμίν και της Κερμάν. Επιπλέον, ανάμεσα στους τάφους, παράλληλα με τον πυργωτό τύπο με κωνική στέγη σελτζουκικής παράδοσης, που παραπέμπει στη σκηνή των νομάδων, ξεχωρίζει το πολυγωνικό μαυσωλείο με ωοειδή τρούλο του Μοχάματ Ολτζαϊτού Χουνταμπάντα, αδελφού του Γαζάν Χαν, στη Σολτανίγιε: ο ίδιος έχτισε ένα νέο προσκύνημα στο τζαμί της Παρασκευής του Ισπαχάν, στρωμένο με πολύτιμα μαύρα, λευκά και μπλε κεραμικά μωσαϊκά. Από τις περίφημες πόλεις που ιδρύθηκαν αντίστοιχα Δ και Α της Ταμπρίζ από τον Γαζάν Χαν (Γαζανίγιε) και τον πρωθυπουργό του, Ρασιντοντίν (Μπαμπ-ε-Ρασίντι), δεν σώζεται τίποτα. Ωστόσο, η Ταμπρίζ, γνωστή στην Ευρώπη με την ελληνική ονομασία Ταυρίς, που εξελίχθηκε σε λαμπρό κέντρο, μεταξύ άλλων και λόγω του πανεπιστημίου της (έργο του Ρασιντοντίν), είναι πασίγνωστη για τη σχολή μικρογραφίας.
Από τα οικοδομήματα της εποχής των Τιμουριδών πολύ λίγα σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Όμως, παράλληλα με την εμμονή στο τζαμί με τέσσερις ιουάν (τζαμί της Μάσχαντ, μεντρεσέδες της Χεράτ και της Χαργκίρντ για τη σουλτάνα Τζάουχαρ Σαντ, σύζυγο του Ρουχ Σαχ), παρατηρείται ανάπτυξη του τζαμιού που αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα με τρούλο και με ιουάν εισόδου, δίχως αυλή, το οποίο προτιμούσαν στην κεντρική Ασία, ιδιαίτερα για τα τζαμιά-μαυσωλεία. Το σχέδιο με τρούλο απέκτησε καθαρά βυζαντινό χαρακτήρα στο γαλάζιο τζαμί της Ταμπρίζ (1465), μεγάλη κεντρική αίθουσα, περιβαλλόμενη από τρουλωτούς χώρους.
Χαρακτηριστικός της εποχής των Τιμουριδών είναι ο τρούλος σε σχήμα βολβού με νευρώσεις, που τοποθετείται πάνω από έναν κανονικό εσωτερικό τρούλο, όπως αυτός που βρίσκεται, παραδείγματος χάριν, στο μαυσωλείο του Ταμερλάνου στη Σαμαρκάνδη.
Ωστόσο, η καλλιτεχνική δόξα της εποχής των Τιμουριδών συγκεντρώνεται κυρίως στη μικρογραφία και στην κεραμική, που ενίοτε σχετίζονται μεταξύ τους. Στην κεραμική, η εισαγωγή του κινεζικού άσπρου και μπλε δημιουργεί μια τοπική απομίμηση, τη λεγόμενη περσική μέση πορσελάνη.
Το απόγειο της μικρογραφίας σημειώνεται από τον Καμαλοντίν Μπιχζάντ (;-1536/7), μία από τις μεγαλύτερες ζωγραφικές μορφές του Ι. και ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Σε αυτόν οφείλεται όχι μόνο η ανανέωση που διατηρήθηκε έως την εποχή των Σαφαβιδών αλλά και ο σπόρος της πλουσιότατης ζωγραφικής σχολής των Μογγόλων των Ινδιών, που αντικατοπτρίζει το μεγαλείο μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της ινδικής υποηπείρου.
Διαφορετική είναι η μεγάλη προσωπικότητα του Ρεζά-ε-Αμπάσι (που έδρασε μεταξύ 1610-1640), ο οποίος κυριαρχεί κατά τη σαφαβιδική περίοδο. Οι συνεχείς χρωματικές και εικαστικές αναζητήσεις του, μολονότι ενισχύονταν από μια εξαιρετική δύναμη δημιουργίας, δείχνουν ότι κινήθηκε σε διαφορετικούς δρόμους με κάποια σχετική αβεβαιότητα προθέσεων που αποτυπώνεται στην ποικιλία των εκφραστικών μέσων. Με τους Σαφαβίδες, ύστερα από μια λαμπρή περίοδο για την Ταμπρίζ, το πολιτιστικό κέντρο μεταφέρθηκε στο Ισπαχάν. Οι επαφές με τους Ευρωπαίους άσκησαν κάποια επίδραση στις ιρανικές εικαστικές τέχνες, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Αρκετά ευρύτερες είναι οι επαφές με την Κίνα, η οποία, μέσω των λευκών και μπλε πορσελανών της, επηρέασε σημαντικά την ιρανική τεχνοτροπία. Γενικά όμως, η εθνική αναγέννηση υπό τους Σαφαβίδες μεταφράζεται σε μια εντατική παραγωγή στο πεδίο των εφαρμοσμένων τεχνών, αλλά προκάλεσε βαθιές αλλοιώσεις στο περιβάλλον της υψηλής κουλτούρας, που τον αντίκτυπό του υπέστησαν και η μικρογραφία και το σχέδιο. Η αρχιτεκτονική ακολούθησε μάλλον με κόπο τους προγενέστερους τύπους, προσδίδοντας έναν τόνο μεγαλοπρέπειας στις δομές με τέσσερις ιουάν των τζαμιών και των μεντρεσέδων (Μαστζίντ-ε Σαχ και τζαμί του Σαΐχ Λουτφολάχ στο Ισπαχάν, μεντρεσές του σουλτάνου Χουσεΐν ή της μητέρας του σάχη, πάλι στο Ισπαχάν) και επενδύοντάς τις με μια εκθαμβωτική λάμψη διακοσμήσεων από πολύχρωμα κεραμικά σε γαλάζιο φόντο.
Ωστόσο, η αληθινή σαφαβιδική δημιουργία βρίσκεται στο πεδίο της πολεοδομίας, με τη μεγαλόπρεπη εκείνη πολεοδομική οργάνωση του Ισπαχάν, που οφείλεται στον Αμπάς Α’ τον Μεγάλο (1587-1629). Συγκεκριμενοποιείται σε ένα δίκτυο κτιρίων, πλατειών, δενδροφυτεμένων δρόμων και κήπων, οι οποίοι μπορούν να συγκριθούν με εκείνους των Βερσαλιών του Λουδοβίκου ΙΔ’.
Η ήττα που υπέστη από τους Αφγανούς, το 1722, ο σάχης Χουσεΐν, το τέλος της δυναστείας (1736) και οι επιπλοκές που δημιούργησε στο Ι. η Ρωσία και η Τουρκία προκάλεσαν ανέχεια στη χώρα και κατέβαλαν το πνεύμα της εξαντλώντας τη δημιουργική ισχύ της.Η ιστορία της περσικής τέχνης μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις μεγάλες κύριες φάσεις. Η πρώτη είναι η φάση που άρχισε με τους νεολιθικούς πολιτισμούς και τελείωσε με την πλήρη εδραίωση της χρήσης των μετάλλων, στις αρχές της αυτοκρατορίας των Μήδων. Ακολούθησε η φάση που περιλαμβάνει την περίοδο των Αχαιμενιδών, η οποία τερματίστηκε με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την περίοδο των Σελευκιδών, την παρθική περίοδο και την περίοδο των Σασσανιδών. Τέλος, είναι η ισλαμική φάση, που φτάνει έως τις ημέρες μας.
Από τους νεολιθικούς πολιτισμούς έως την αυτοκρατορία των Μήδων. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα της νεολιθικής περιόδου περιορίζεται στην παραγωγή αντικειμένων από οπτή γη και στη ζωγραφική των αγγείων που τη συνοδεύει. Τα πρώτα προϊόντα ζωγραφισμένης οπτής γης (που χρονολογούνται από την 5η χιλιετία π.Χ.) κατασκευάστηκαν χωρίς τη βοήθεια κεραμικού τροχού και η διακόσμησή τους αποτελείται από γεωμετρικά μοτίβα, εμπνευσμένα από τα συμπλέγματα λυγαριάς και ινών που σχηματίζουν καλάθια και πανέρια. Στον νότο, τα ζωγραφισμένα αγγεία από οπτή γη (τερακότα) των Σούσων και του Τελ-ε-Μπάκουν (κοντά στην Περσέπολη) αποτελούν αληθινά έργα τέχνης, από τα καλύτερα της αρχαιότητας.
Η εμφάνιση της μεταλλουργίας οδήγησε στην ανάπτυξη της τέχνης της επεξεργασίας του χαλκού, ενώ, από το πρώτο τέταρτο της 3ης χιλιετίας π.Χ., η ελαμιτική ζώνη με κέντρο τα Σούσα παρουσίαζε μια κρατική οργάνωση που αντικατοπτρίζει την οργάνωση του μεσοποταμιακού κόσμου, η οποία όμως καταλήγει να είναι διαφορετική και κατά ένα μέρος αυτόνομη. Για ένα χρονικό διάστημα, τα ζωγραφισμένα αγγεία εξαφανίστηκαν και η επίδραση της Ουρούκ μαρτυρείται από τη διάδοση της μεσοποταμιακής μονόχρωμης κεραμικής, που ονομάζεται γι’ αυτό ακριβώς κεραμική της Ουρούκ. Στη συνέχεια εμφανίζεται η ζωγραφισμένη κεραμική, με ένα σχηματοποιημένο πολύχρωμο στιλ. Τα έργα του νότου συνετέλεσαν στη συνύπαρξη –παράλληλα με το καθαυτό στιλιζάρισμα της αγγειακής ζωγραφικής– βεριστικών συνθέσεων, όπως είναι εκείνες που απαντώνται στις σφραγίδες. Στον βορρά, στη χώρα των Λουλουβαίων που αντιστοιχεί με το δυτικό τμήμα της Μηδίας, εμφανίστηκαν, από το α’ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., μεγάλα ανάγλυφα σε βράχους, που είναι τα πρωτότυπα ενός μνημειακού τύπου στον οποίο το Ι. έμεινε πιστό έως τη στιγμή του εξισλαμισμού. Πιθανότατα, πρόκειται για έργα εμπνευσμένα από τα ελαμιτικά εικαστικά ρεύματα, αν όχι δημιουργίες των κατοίκων της Ελάμ.
Ο ελαμιτικός πολιτισμός, που άκμασε στον νότο, έχει να επιδείξει πολλά ανάγλυφα σε βράχους (όπως εκείνα της Κουρανγκούν, της Νακς-ε-Ρούσταμ στη Φαρς κ.ά.) και ανέπτυξε αυτόνομα καλλιτεχνικά στοιχεία που έφτασαν στη κορύφωσή τους την εποχή της ανεξαρτησίας της Ελάμ, δηλαδή τον 13ο και 12ο αι. π.Χ., όταν ακριβώς τα ελαμιτικά έργα προσέλαβαν εξαιρετικά χαρακτηριστικά δημιουργικής πρωτοτυπίας, με εκτεταμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως οι μεγάλες ζιγκουράτ, οι νέοι ναοί και το ανάκτορο με υπόγειους θολωτούς τάφους του βασιλικού συγκροτήματος της Τσούγα Ζανμπίλ, που ιδρύθηκε από τον Ουντάς-Χουμπάν (Ουντάς Γκαλ). Είναι εμφανής η πυρετώδης οικοδομική δραστηριότητα που εκδηλώνεται σε ναούς, ανάκτορα και άλλες ζιγκουράτ μικρότερης σημασίας.
Η τέχνη του μετάλλου τελειοποιήθηκε τόσο ώστε οδήγησε στη δημιουργία έργων που όχι μόνο είναι απόδειξη μιας απίστευτης ικανότητας αλλά και εξαιρετικού πλούτου. Το άγαλμα της βασίλισσας Ναπίρ-Ασού, συζύγου του βασιλιά Ουντάς Χουμπάν (γύρω στο 1250 π.Χ.), που σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο, είναι ένα αληθινό αριστούργημα και από τεχνική και από μορφική άποψη. Το απόγειο της παραγωγής σε μπρούντζο σημειώνεται με τα αντικείμενα του Λουριστάν, κεντρικής ορεινής περιοχής, όπου βρέθηκαν έως τώρα χιλιάδες έργα μικρών διαστάσεων. Ωστόσο, αναπτύχθηκαν και άλλα ρεύματα παράλληλα, που είναι πιθανό να προηγήθηκαν από αυτήν. Πρόκειται κυρίως για εικαστικά ρεύματα του βορρά, τα οποία απηχούν είτε την καλλιτεχνική δραστηριότητα των γύρω χωρών είτε άλλων πολιτισμών του ορειχάλκου που είχαν αναπτυχθεί στον Καύκασο. Η κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας είχε, δίχως αμφιβολία, σπουδαιότητα και για την παραγωγή του Λουριστάν ύστερα από μετανάστευση καλλιτεχνών προς το Ι., όπως ακριβώς και εκείνη της Ουραρτού που μπόρεσε να εδραιωθεί με παρόμοιο τρόπο και ως ποσότητα και ως ποιότητα. Όμως και αυτά τα ρεύματα που εμφανίζονται μικρότερα είναι πολύ χαρακτηριστικά και στην επεξεργασία των μετάλλων και της οπτής γης. Η τελευταία υπερέχει προπάντων στα ζωγραφισμένα αγγεία της Σιγιάλκ (10ο-9ο αι. π.Χ.), τυπικά για το μακρύτατο ράμφος τους εκκένωσης υγρών, και στα αγγεία, με μακρύ ράμφος και αυτά, αλλά μονόχρωμα, της Χασανλού, που έχουν το πλαστικό μοτίβο της Ουραρτού, δηλαδή το ζώο − φύλακα του υγρού. Η Χασανλού, με το μεγάλο χρυσό αγγείο της, που ανακαλύφθηκε το 1959 και με τα μπρούντζινα έργα με χαρακτηριστική μορφή λόγω της τερατώδους παραμόρφωσης της εικόνας του ζώου (πάρα πολύ μικρά λιοντάρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τεχεράνης και στη συλλογή Ζαν Κουαφάρ στο Παρίσι) προφανώς προηγήθηκε, αφού χρονολογείται από τους 12ο-10ο αι. π.Χ., της παραγωγής του Λουριστάν, όπως και η Χουρβίν, ενώ το υπέροχο κύπελλο των Λεόντων που προήλθε από την Καλάρ Νταστ στη Μαζανταράν αποκαλύπτει μια χεττιτική επίδραση που δεν λείπει ούτε από εκείνο της Χασανλού. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο λεγόμενος Θησαυρός της Ζιουίγιε (7ος αι. π.Χ.), που μαζί με ασσυριακά στοιχεία και άλλα προερχόμενα από την Ουραρτού, εμπεριέχει και σκυθικές επιδράσεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Τα έργα σε χρυσό αυτού του θησαυρού, μολονότι κατά ένα μέρος έχουν υποστεί ζημιές, παραμένουν από τα καλύτερα της αρχαίας χρυσοχοΐας. Το εικαστικό ρεύμα που εκδηλώνεται στον Θησαυρό της Ζιουίγιε, στα αντικείμενα της Χασανλού και της Αμλάς και κατά ένα μέρος στα μπρούντζινα του Λουριστάν, πιθανολογείται ότι συνδέεται με την τέχνη των Μήδων. Η εισβολή των τελευταίων από τα Α, ενώ εκμηδένισε την ασσυριακή ισχύ και τις σκυθικές διεισδύσεις, προλείανε το έδαφος για τη γένεση της μεγαλύτερης από τις περσικές αυτοκρατορίες, αυτής των Αχαιμενιδών.
Η μηδική τέχνη δεν είναι ακόμα καλά γνωστή, καθώς το κυριότερο κέντρο της, η βασιλική πόλη Εκβάτανα (η σημερινή Χαμαντάν), δεν έχει ανασκαφεί. Εκεί είχε από τότε επικρατήσει η περσική πολεοδομία, με τον διαχωρισμό της νεκρόπολης από το κατοικημένο τμήμα (αντίληψη που είχε προέλθει από τους Αρίους) και με την εγκατάσταση της βασιλικής πόλης σε λόφο με τεχνητή αναβαθμίδα (ακρόπολη των Εκβατάνων). Οι τάφοι σε βράχους του 8ου-7ου αι. π.Χ., που διέθεταν προσόψεις με υπόστεγα στηριζόμενα σε στρογγυλούς κίονες, απομίμηση των προσόψεων των σπιτιών, και χονδροειδή ανάγλυφα σκυθο-μηδο-λουριστανικής αισθητικής στις λεπτομέρειες των μορφών, αποτελούν τους προδρόμους των αχαιμενιδικών αναγλύφων σε βράχους, ιδιαίτερα ως προς τον τύπο του βασιλικού προσώπου, σε όρθια στάση κοντά στον βωμό της φωτιάς.
Η περσική αυτοκρατορική τέχνη. Η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κύρος εκτεινόταν από την Αίγυπτο έως την Ινδία και την κεντρική Ασία, περιλαμβάνοντας πολιτιστικές καταβολές τελείως διαφορετικές, τις οποίες, όμως, πάντοτε αφομοίωνε βαθιά. Η τέχνη αυτής της περιόδου (559-330 π.Χ.) είναι προπάντων αυτοκρατορική, έχοντας ως προορισμό την εξύμνηση του ηγεμόνα, και εμπνευσμένη ταυτόχρονα από την ίδια τη δομή του απέραντου κρατικού οργανισμού. Η βασιλική πόλη βασιζόταν σε τρία οικοδομήματα: μια μεγάλη είσοδο με αίθουσα με κίονες και πόρτες προστατευόμενες από τα μυθικά ζώα-φύλακες (αρχαίο μεσοποταμιακό θέμα)· μια αίθουσα με κίονες ή αίθουσα του θρόνου (Απαδάνα), στην οποία ο Μεγάλος Βασιλιάς δεχόταν τους αντιπροσώπους των λαών που ήταν υπήκοοι της απέραντης αυτοκρατορίας· μια αίθουσα συμποσίων προορισμένη για τον βασιλιά και τους καλεσμένους του, δηλαδή τους προνομιούχους της μηδικής και περσικής αριστοκρατίας. Τα κυριότερα αρχιτεκτονικά έργα είναι τα ανάκτορα (Πασαργάδες, Περσέπολη, Σούσα), οι τάφοι (όπως εκείνοι στους βράχους της Νακς-ε-Ρούσταμ κοντά στην Περσέπολη που ανέπτυξαν στις προσόψεις και στα ανάγλυφα το αρχαίο μηδικό πρότυπο, και ο τάφος ο επονομαζόμενος του Κύρου στις Πασαργάδες με νεκρικά δωμάτια με στέγη επικλινή πάνω σε βάση με μεγάλα σκαλοπάτια προς τα πίσω, του τύπου ζιγκουράτ), καθώς και οι ναοί της φωτιάς, σε σχήμα τετραγωνικού πύργου (Νακς-ε-Ρούσταμ). Το ζωροαστρικό θρησκευτικό ρεύμα αντικατοπτρίζεται κατά ένα μέρος στα έργα τέχνης.
Η πολιτιστική ακτινοβολία της περιόδου των Αχαιμενιδών εκτείνεται έως τα πιο μακρινά εδάφη είτε μέσω των εμπορικών συναλλαγών είτε μέσω φαινομένων κατεξοχήν πολιτιστικής επέκτασης. Αξιόλογα αντικείμενα περσικής προέλευσης βρέθηκαν άφθονα στον Καύκασο, στη νότια Ρωσία και στις πόλεις της οροσειράς των Ουραλίων, ενώ στα Α, στις όχθες της λίμνης Αράλης και στις λεκάνες του Αμού Νταριά και του Σιρ Νταριά, αναδύονταν νέες κουλτούρες από την αντανάκλαση της περσικής εξέλιξης. Ακόμα πιο πέρα, στην καρδιά των Αλτάι και στην έρημο Τάκλα Μακάν, άλλα ευρήματα διαφόρων ειδών μαρτυρούν την αχαιμενιδική ακτινοβολία προς τα Α· αλλά εκείνη που βίωσε εντονότερα την περσική επίδραση ήταν η Ινδία. Ωστόσο, το απόγειο μιας τέτοιας ακτινοβολίας είναι προφανώς μεταγενέστερο της κατάρρευσης της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας και της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι ακριβώς υπό τους Μοριά (Μωρύα), τη στιγμή δηλαδή του σχηματισμού και της ανάπτυξης της πρώτης ινδικής εθνικής αυτοκρατορίας, παρατηρείται στην Ινδία μια επιβίωση της αχαιμενιδικής αυτοκρατορικής οργάνωσης και μερικών μορφών περσικής τέχνης.
Η δημιουργία του παρθικού βασιλείου συμπίπτει με μια βαθιά αισθητική μεταμόρφωση που έμελλε να έχει αξιοσημείωτες συνέπειες στους επόμενους αιώνες. Ατέρμονες συζητήσεις έχουν διεξαχθεί σχετικά με την αξία της παρθικής τέχνης λόγω και της σχετικής σπανιότητας των ευρημάτων που υπάρχουν, την οποία συμπληρώνουν κατά ένα μέρος εκείνα που βρέθηκαν στις περιφερειακές ζώνες και σε άλλες που υπάγονταν στην επίδραση των Αρσακιδών. Έτσι, στις πόλεις-σταθμούς καραβανιών της δύσης, όπως η Δούρα Ευρωπός και η Παλμύρα, βρέθηκαν ίχνη σημαντικής παρθικής επίδρασης –που άλλωστε φαίνεται να ασκήθηκε και στα Α, στις περιοχές της βορειοδυτικής Ινδίας– και κεντροασιατικά στοιχεία, που μπορούν να οριστούν με το όνομα των Κουσάνα, υπό την αυτοκρατορία των οποίων άνθησε η τέχνη της Γκαντάρα, εμφανίστηκαν παράλληλα με ανάλογες παρατηρήσεις, με την παρθική επίδραση που ασκήθηκε σε αυτές τις περιοχές της Ανατολής. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι η εμμονή και οι αναλογίες μερικών εικαστικών τρόπων και στην παρθική τέχνη και σε εκείνη των ινδοαφγανικών περιοχών.
Οι αρχές της παρθικής τέχνης παραμένουν μέχρι σήμερα μυστηριώδεις ή τουλάχιστον ασαφείς, αν και δεν είναι αδύνατο, να διαπιστωθούν σε αυτές στοιχεία που απηχούν κεντροασιατικές επιρροές. Η δημιουργία μερικών αρχιτεκτονικών τύπων, όπως η αυλή με τέσσερις ιουάν (θολωτές αίθουσες, ανοιχτές στην πρόσοψη) που τόση τύχη γνώρισε στο σασσανιδικό Ι. και στην ισλαμική τέχνη, η ευρύτατη χρήση γυψοκονίας και μερικοί τρόποι που εκμεταλλεύονται κλασικά στοιχεία με μια καλαισθησία σχεδόν μπαρόκ για τις επιφάνειες και για τις αντιθέσεις φωτός και σκιάς, αποτελούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της παρθικής αρχιτεκτονικής. Τα κυριότερα δείγματα στην ίδια την Περσία είναι τα ερείπια του ανακτόρου με αυλή με τέσσερις ιουάν της Νύσας, της πρώτης παρθικής πρωτεύουσας στις στέπες του βορρά. Αντίθετα, τα ανάκτορα της Χάτρα και της Ασύρ, στη Μεσοποταμία, ανέπτυξαν το μοτίβο της τριπλής θολωτής αίθουσας, που άνοιγε προς τις τρεις μνημειακές ιουάν της πρόσοψης, η οποία φαίνεται ήδη να μετατρέπεται σε μια μεγάλη αίθουσα με τρία κλίτη (αλλά με επίπεδη στέγη), στη Νύσσα.
Η μεγάλη ανάπτυξη της τέχνης της μεταλλουργίας μαρτυρείται από τα μπρούντζινα αγάλματα της Σάμι στο Χουζιστάν. Τα αγάλματα της Χάτρα και τα λείψανα των αγαλμάτων της Νιμρούδ Νταγ μαρτυρούν την ύπαρξη μιας μνημειακής γλυπτικής σε πέτρα, σημαντικού ενδιαφέροντος.
Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προέρχεται πιθανότατα η ευρεία χρήση γυψοκονίας και γύψου, όπως κλασικο-ελληνιστικής προέλευσης είναι και ορισμένες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην κεραμική η οποία ενίοτε παρέκκλινε από την καθαρή βιοτεχνία και έφτανε σε επίπεδα υψηλής τέχνης. Η παρθική τέχνη, κατά συνέπεια, συγκεντρώνει διάφορες τάσεις με έντονο το κλασικο-ελληνιστικό στοιχείο.
Η παρθική παραγωγή στον τομέα των εικαστικών τεχνών φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη καλαισθησία, χαρακτηριστική των νομάδων του εξωτερικού Ι. Με τους Σαρμάτες και τους Κουσάνα, φυλές συγγενικές μεταξύ τους, οι Πάρθοι είναι οι εμπνευστές αξιοσημείωτων τροποποιήσεων στα καλλιτεχνικά ρεύματα και στην καλαισθησία των χωρών στις οποίες κυριαρχούσαν ή ήταν εκτεθειμένες στην επιρροή τους. Εν τω μεταξύ, εδραιώθηκε νέα καλαισθησία, αποτέλεσμα της βαθιάς κοινωνικής μεταμόρφωσης. Η τέχνη τέθηκε, τρόπον τινά, στην υπηρεσία της ιστορίας και τα σπουδαιότερα έργα που φιλοτεχνούνταν προς τιμήν μεγάλων προσώπων έπαψαν να είναι αποκρυφιστικές και σχεδόν απρόσιτες υλικά μνήμες των επαφών μεταξύ ηγεμόνα και θεότητας, και πήραν τη μορφή δημόσιου εορτασμού της αυτοκρατορίας και των λαϊκών πομπών. Σε αυτή την εορταστική τάση, στην οποία οφείλονται οι κολοσσιαίες εικόνες που βρίσκονται χαραγμένες σε βράχους στη Νακς-ε-Ρούσταμ, στην Ταχτ-ε-Μπουστάν, στην Μπισαπούρ, στη Φιρουζαμπάτ και αντιπροσωπεύουν μια νέα αίσθηση της ιστορίας, διαφαίνεται και κάποια ρωμαϊκή επίδραση. Όμως, η ρωμαϊκή ιστορική αφήγηση είχε τελείως διαφορετική φυσιογνωμία και δομή από τη σχεδόν συμβολική (και τόσο συνοπτική) του σασσανιδικού κόσμου. Αρχικά, οι κολοσσιαίες συνθέσεις ήταν πολύχρωμες και η δομή τους αντιστοιχεί πολύ στις μικρές συνθέσεις που διακοσμούν τα ασημένια κύπελλα και αγγεία (συλλογές της εθνικής βιβλιοθήκης του Παρισιού, του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και του Αρχαιολογικού Μουσείου της Τεχεράνης).
Η σασσανιδική αρχιτεκτονική είναι γνωστή από τα ερείπια των ανακτόρων (Μπισαπούρ, Φιρουζαμπάτ), των ναών (Κασρ-ε-Σιρίν), των πυρολατρικών προσκυνημάτων στην Νταουλαταμπάτ, στην Τανγκ-ε-Κάραμ και στη Νακς-ε-Ρούσταμ. Σπάνια δείγματα ναού και προσκυνήματος σε ζευγάρι ή ναού για τη μυστική διατήρηση της φωτιάς και προσκυνήματος πτέρυγας για τη δημόσια λατρεία ανακαλύφθηκαν στην Τανγκ-ε-Τσακτσάκ και στην Κουνάρ Σιγιάχ. Δεν λείπουν, όμως, στρατιωτικά και πολιτικά αρχιτεκτονικά συγκροτήματα κοινής χρήσης (γέφυρες, φρούρια κλπ.). Το πνεύμα της αρχιτεκτονικής δεν είναι λιγότερο μεγαλόπρεπο από εκείνο των Αχαιμενιδών, αλλά αξιοποιείται με στοιχεία αρκετά πιο περίπλοκα. Η ικανότητα εκμετάλλευσης του τόξου και του θόλου, η ευρεία χρήση του ημισφαιρικού τρούλου, της προσδίδουν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην οποία ξεχωρίζουν μερικές πρωτότυπες λύσεις που υπαγορεύονται από την ανάγκη της αξιοποίησης ορισμένων στοιχείων του χώρου, όπως, παραδείγματος χάριν, τα κλιμακοστάσια σύνδεσης που επιτρέπουν την κάλυψη του ημισφαιρικού τρούλου με έναν χώρο τετραγωνικού σχεδίου. Η παρθική δομή της μεγάλης αίθουσας με ιουάν ή με τριπλή ιουάν τροποποιείται· στα πιο ώριμα δείγματα η ιουάν εκτελεί λειτουργία μνημειακού προδόμου μπροστά στη θολωτή αίθουσα που προορίζεται για αίθουσα του θρόνου. Υπάρχει, αναμφίβολα, μια αίσθηση του εσωτερικού χώρου, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποκλίνει σε σχέση με τις κλασικές δομές του μεσογειακού κόσμου. Η δομή των τσαχάρ τακ, περιπτέρων καλυμμένων με τέσσερα τμήματα θόλου που αποτελούνται μόνο από τέσσερα υποστυλώματα, χωρίς περιμετρικά τοιχώματα, αποτελεί δείγμα της βαθιάς μεταμόρφωσης που υφίσταται η αντίληψη του εσωτερικού χώρου στον σασσανιδικό κόσμο. Σε άλλα κτίρια, η πολύχρωμη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων, που περιλαμβάνει είτε ζωγραφικές συνθέσεις είτε, όπως στην Μπισαπούρ, ψηφιδωτά, τείνει να φωτίσει τον εσωτερικό χώρο, κρύβοντας κάτω από τη φωτεινότητα των επενδύσεων τους βαρείς όγκους της πέτρας και του τούβλου.
Κατά τη σασσανιδική περίοδο, η παραγωγή σε μέταλλο, ιδιαίτερα ασήμι, υπήρξε μεγάλη και υψηλής αισθητικής αξίας: κύπελλα, πιάτα, μπουκάλια, χέρνιβα, πλήρη σερβίτσια, φανερώνουν τη βασιλική προέλευσή τους ή τη σχέση τους με την ανώτατη αριστοκρατία. Οι τελευταίες επιτυχίες των σασσανιδικών δημιουργιών στον τομέα της χρυσοχοΐας είναι αποτυπωμένες σε έργα ζωγραφισμένης κεραμικής της μουσουλμανικής περιόδου (9ος-11ος αι.), στα οποία συνεχίζεται μια στιλιστική παράδοση που μόλις έχει ανανεωθεί και προσαρμοστεί και η οποία είναι φανερό πως είναι ανεξάρτητη από το υλικό και την τεχνική. Η εξαιρετικά εκτεταμένη σασσανιδική ακτινοβολία προς τα Α, που συναντάται με τα εικαστικά ρεύματα του βουδισμού, έδωσε πνοή στις περσοβουδιστικές και σασσανιδογκουπτικές σχολές. Και οι δύο άκμασαν στις ανατολικές περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν και σε εκείνες των βορειοδυτικών τμημάτων της Ινδικής χερσονήσου (σημερινής μεθοριακής ζώνης του Πακιστάν). Ανατολικότερα, στο ρωσικό Τουρκεστάν και στο νεότερο κινεζικό Σινκιάνγκ, άλλες σχολές και τάσεις σασσανιδικής έμπνευσης άνθησαν στις κυριότερες πόλεις της κεντρικής Ασίας, φτάνοντας τελικά κοντά στα δυτικά σύνορα της κατεξοχήν κινεζικής περιοχής, σε ευρήματα εξαιρετικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα σαφή στην περιοχή της Τουρφάν, που είχε γίνει το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο της τουρκικής αυτοκρατορίας των Ουιγούρων και σε μερικές βουδιστικές ζωγραφικές συνθέσεις της μοναστικής πόλης Τουν-Χουάνγκ.
Η ισλαμική τέχνη. Η τέχνη του σασσανιδικού Ι. έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισλαμικής τέχνης και υπό μία έννοια υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ των δύο περιόδων, αν και περιορισμένη σε μερικά ιδιαίτερα στοιχεία. Επιπλέον, η διακοσμητική αίσθηση της σασσανιδικής τέχνης και γενικά όλης της περσικής τέχνης προσαρμοζόταν τέλεια στις αισθητικές απαιτήσεις του ισλαμισμού. Η περσική όμως καταβολή, ακόμα και στην πατροπαράδοτη περιοχή της, δεν επικράτησε απόλυτα, εξαιτίας της βαθιάς διαφοράς του ισλαμικού κόσμου από τον κόσμο του αρχαίου Ι.
Η σαμανιδική δυναστεία της Ανατολής (9ος-10ος αι.), που είχε τα κέντρα της στη Νισαμπούρ της Χορασάν και κυρίως έξω από το σημερινό Ι., στην Μπουχάρα και στη Σαμαρκάνδη, στην Υπερωξιανή, εγκαινίασε την αναβίωση εκείνη των αρχαίων περσικών μορφών που έμελλε να αποδώσει καρπούς υπό τους Σελτζούκους. Δεν έμεινε όμως αδιάφορη στα πρότυπα της χαλιφικής αυλής των Αββασιδών (Βαγδάτη και Σαμάρα) προς τα οποία προσπάθησαν να προσαρμοστούν οι Σαμανίδες.
Με την εισβολή των Σελτζούκων, των οποίων η αυτοκρατορία διήρκεσε από το 1037 έως το 1206, ολόκληρη σειρά ιστορικών και κοινωνικών λόγων ευνόησε την καλλιτεχνική άνθηση του Ι., που τροποποίησε σύμφωνα με την καλαισθησία του την παραδοσιακή πλέον δομή του αραβικού τύπου τζαμιού, δημιουργώντας μια περίστυλη αυλή και υπόστυλη αίθουσα ή εκείνη την καθαρά περσική με μεμονωμένα περίπτερα, που αποτελούνταν από μία μόνο ιουάν ή από μια αίθουσα με τρούλο, δίνοντας ζωή και πλήρη ανάπτυξη στις μορφές που έμειναν ζωντανές στα μετέπειτα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Το τζαμί με τις τέσσερις ιουάν, διατεταγμένες σε βραχίονες σταυρού στα πλευρά της αυλής, ένας από τους οποίους αποτελούσε την είσοδο και ο απέναντί του τον πρόδομο του ιερού προσκυνήματος, που είχε τη μορφή μιας αίθουσας με τρούλο, είναι ακριβώς χαρακτηριστικό της σελτζουκικής περιόδου. Είναι η μετατόπιση του προτύπου του σταυροειδούς σπιτιού της Χορασάν και των πρώτων μεντρεσέδων (θεολογικών σχολών), εμπνευσμένων από το σπίτι, που εμφανίστηκαν ακριβώς στη Χορασάν. Στο κεντρικό Ι., το πρότυπο της σχολής ενέπνευσε τα νέα τζαμιά, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται το τζαμί της Παρασκευής στο Ισπαχάν και τα τζαμιά των Γκολπαγιεγκάν, Ζαουάρα και Αρντεστάν. Επίσης, διατηρείται ο τύπος του τζαμιού με μεμονωμένη πτέρυγα, που αποτελείται από μια ιουάν, η οποία οδηγεί σε μια αίθουσα με τρούλο (όπως το τζαμί της Παρασκευής στην Καζβίν).
Η εποχή των Σελτζούκων εμφανίζει πλούσιες μαρτυρίες κεραμικών, ασημένιων και δαμασκηνωμένων μπρούντζινων έργων. Τα μεγάλα κέντρα παραγωγής κεραμικών, όπως τα Άμολ, Ρέι, Κασάν, κατασκεύασαν αριστουργήματα που κατά ένα μέρος μπορούν να δώσουν μια ιδέα και για την ποιότητα της ζωγραφικής εκείνης της εποχής, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν τίποτα δεν διασώθηκε από τις μικρογραφίες και τα ζωγραφικά έργα που ασφαλώς αφθονούσαν, καθώς διάφορες φιλολογικές πηγές κάνουν λόγο για μεγάλο αριθμό βιβλιοθηκών και συλλογών που υπήρχαν τότε. Το μογγολικό κύμα δεν ανέκοψε εντελώς την καλλιτεχνική άνθηση του Ι. που ανορθώθηκε γρήγορα, ακολουθώντας τον δρόμο που έδειξαν οι Σελτζούκοι. Μεγάλος αριθμός κωδίκων με μικρογραφίες, που ανήκουν στον 13ο αι. και γράφτηκαν μετά την εισβολή, μαρτυρεί το αμείωτο ενδιαφέρον για τη μικρογραφία και αποδεικνύει ότι το κενό που παρατηρείται σε αυτό τον τομέα στη σελτζουκική τέχνη είναι επιφανειακό και οφείλεται ασφαλώς στις μογγολικές καταστροφές.
Αναφορικά με την αρχιτεκτονική, η περίοδος των Ιλχανιδών (δηλαδή των Μογγόλων) δεν παρουσιάζει νεωτερισμούς, μολονότι οι περίτεχνες μορφές και οι δομές της προηγούμενης εποχής έχουν εκλεπτυνθεί περισσότερο. Η οικοδομική δραστηριότητα, όταν η πρώτη περίοδος παρήλθε, υπήρξε πράγματι τεράστια. Ανάμεσα στα τζαμιά με μια αίθουσα και τρούλο και με πρόσβαση σε ιουάν, συμπεριλαμβάνονται το Μαστζίντ ε-Μπαμπά Αμπντολάχ της Ναεΐν και το τζαμί της Παρασκευής της Αρνταμπίλ. Από την άλλη, ανάμεσα στα τζαμιά με αυλή και τέσσερις ιουάν, αξιόλογα είναι εκείνα της Βαραμίν και της Κερμάν. Επιπλέον, ανάμεσα στους τάφους, παράλληλα με τον πυργωτό τύπο με κωνική στέγη σελτζουκικής παράδοσης, που παραπέμπει στη σκηνή των νομάδων, ξεχωρίζει το πολυγωνικό μαυσωλείο με ωοειδή τρούλο του Μοχάματ Ολτζαϊτού Χουνταμπάντα, αδελφού του Γαζάν Χαν, στη Σολτανίγιε: ο ίδιος έχτισε ένα νέο προσκύνημα στο τζαμί της Παρασκευής του Ισπαχάν, στρωμένο με πολύτιμα μαύρα, λευκά και μπλε κεραμικά μωσαϊκά. Από τις περίφημες πόλεις που ιδρύθηκαν αντίστοιχα Δ και Α της Ταμπρίζ από τον Γαζάν Χαν (Γαζανίγιε) και τον πρωθυπουργό του, Ρασιντοντίν (Μπαμπ-ε-Ρασίντι), δεν σώζεται τίποτα. Ωστόσο, η Ταμπρίζ, γνωστή στην Ευρώπη με την ελληνική ονομασία Ταυρίς, που εξελίχθηκε σε λαμπρό κέντρο, μεταξύ άλλων και λόγω του πανεπιστημίου της (έργο του Ρασιντοντίν), είναι πασίγνωστη για τη σχολή μικρογραφίας.
Από τα οικοδομήματα της εποχής των Τιμουριδών πολύ λίγα σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Όμως, παράλληλα με την εμμονή στο τζαμί με τέσσερις ιουάν (τζαμί της Μάσχαντ, μεντρεσέδες της Χεράτ και της Χαργκίρντ για τη σουλτάνα Τζάουχαρ Σαντ, σύζυγο του Ρουχ Σαχ), παρατηρείται ανάπτυξη του τζαμιού που αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα με τρούλο και με ιουάν εισόδου, δίχως αυλή, το οποίο προτιμούσαν στην κεντρική Ασία, ιδιαίτερα για τα τζαμιά-μαυσωλεία. Το σχέδιο με τρούλο απέκτησε καθαρά βυζαντινό χαρακτήρα στο γαλάζιο τζαμί της Ταμπρίζ (1465), μεγάλη κεντρική αίθουσα, περιβαλλόμενη από τρουλωτούς χώρους.
Χαρακτηριστικός της εποχής των Τιμουριδών είναι ο τρούλος σε σχήμα βολβού με νευρώσεις, που τοποθετείται πάνω από έναν κανονικό εσωτερικό τρούλο, όπως αυτός που βρίσκεται, παραδείγματος χάριν, στο μαυσωλείο του Ταμερλάνου στη Σαμαρκάνδη.
Ωστόσο, η καλλιτεχνική δόξα της εποχής των Τιμουριδών συγκεντρώνεται κυρίως στη μικρογραφία και στην κεραμική, που ενίοτε σχετίζονται μεταξύ τους. Στην κεραμική, η εισαγωγή του κινεζικού άσπρου και μπλε δημιουργεί μια τοπική απομίμηση, τη λεγόμενη περσική μέση πορσελάνη.
Το απόγειο της μικρογραφίας σημειώνεται από τον Καμαλοντίν Μπιχζάντ (;-1536/7), μία από τις μεγαλύτερες ζωγραφικές μορφές του Ι. και ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Σε αυτόν οφείλεται όχι μόνο η ανανέωση που διατηρήθηκε έως την εποχή των Σαφαβιδών αλλά και ο σπόρος της πλουσιότατης ζωγραφικής σχολής των Μογγόλων των Ινδιών, που αντικατοπτρίζει το μεγαλείο μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της ινδικής υποηπείρου.
Διαφορετική είναι η μεγάλη προσωπικότητα του Ρεζά-ε-Αμπάσι (που έδρασε μεταξύ 1610-1640), ο οποίος κυριαρχεί κατά τη σαφαβιδική περίοδο. Οι συνεχείς χρωματικές και εικαστικές αναζητήσεις του, μολονότι ενισχύονταν από μια εξαιρετική δύναμη δημιουργίας, δείχνουν ότι κινήθηκε σε διαφορετικούς δρόμους με κάποια σχετική αβεβαιότητα προθέσεων που αποτυπώνεται στην ποικιλία των εκφραστικών μέσων. Με τους Σαφαβίδες, ύστερα από μια λαμπρή περίοδο για την Ταμπρίζ, το πολιτιστικό κέντρο μεταφέρθηκε στο Ισπαχάν. Οι επαφές με τους Ευρωπαίους άσκησαν κάποια επίδραση στις ιρανικές εικαστικές τέχνες, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Αρκετά ευρύτερες είναι οι επαφές με την Κίνα, η οποία, μέσω των λευκών και μπλε πορσελανών της, επηρέασε σημαντικά την ιρανική τεχνοτροπία. Γενικά όμως, η εθνική αναγέννηση υπό τους Σαφαβίδες μεταφράζεται σε μια εντατική παραγωγή στο πεδίο των εφαρμοσμένων τεχνών, αλλά προκάλεσε βαθιές αλλοιώσεις στο περιβάλλον της υψηλής κουλτούρας, που τον αντίκτυπό του υπέστησαν και η μικρογραφία και το σχέδιο. Η αρχιτεκτονική ακολούθησε μάλλον με κόπο τους προγενέστερους τύπους, προσδίδοντας έναν τόνο μεγαλοπρέπειας στις δομές με τέσσερις ιουάν των τζαμιών και των μεντρεσέδων (Μαστζίντ-ε Σαχ και τζαμί του Σαΐχ Λουτφολάχ στο Ισπαχάν, μεντρεσές του σουλτάνου Χουσεΐν ή της μητέρας του σάχη, πάλι στο Ισπαχάν) και επενδύοντάς τις με μια εκθαμβωτική λάμψη διακοσμήσεων από πολύχρωμα κεραμικά σε γαλάζιο φόντο.
Ωστόσο, η αληθινή σαφαβιδική δημιουργία βρίσκεται στο πεδίο της πολεοδομίας, με τη μεγαλόπρεπη εκείνη πολεοδομική οργάνωση του Ισπαχάν, που οφείλεται στον Αμπάς Α’ τον Μεγάλο (1587-1629). Συγκεκριμενοποιείται σε ένα δίκτυο κτιρίων, πλατειών, δενδροφυτεμένων δρόμων και κήπων, οι οποίοι μπορούν να συγκριθούν με εκείνους των Βερσαλιών του Λουδοβίκου ΙΔ’.
Η ήττα που υπέστη από τους Αφγανούς, το 1722, ο σάχης Χουσεΐν, το τέλος της δυναστείας (1736) και οι επιπλοκές που δημιούργησε στο Ι. η Ρωσία και η Τουρκία προκάλεσαν ανέχεια στη χώρα και κατέβαλαν το πνεύμα της εξαντλώντας τη δημιουργική ισχύ της.Η σύγχρονη τέχνη. Από τα μέσα του 19ου αι., υπό τους Κατζάρους, το Ι. έκανε προσπάθειες να ανακτήσει, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, τη θέση του στην ιστορία της τέχνης, αρχικά προσπαθώντας να συμβιβάσει τις παραδόσεις του με τις διδασκαλίες των ευρωπαϊκών σχολών και ύστερα συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο την τεράστια σπουδαιότητα που η τέχνη του είχε για όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Με την ίδρυση, το 1945, της σχολής καλών τεχνών στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, οι νέες γενιές βρήκαν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τη σύγχρονη τέχνη. Επιπλέον υπήρξε μεγάλη η επίδραση, στους νέους ντόπιους ζωγράφους, του Τζαλίλ Ζιγιά Πουρ ο οποίος, επιστρέφοντας από τη Γαλλία, εισήγαγε στη χώρα μια δική του, προσωπική επανεξέταση του κυβισμού. Τον δρόμο του ακολούθησαν οι Μόχσεν Βαζίρι-Μογάνταμ, Αμπολφάζλ Ομούμι, Κύρος Μάλεκ, Φεριντούν Ραχίμ-Ασά.
Πολυάριθμοι υπήρξαν οι καλλιτέχνες που ακολούθησαν την υπερρεαλιστική θεματική (Χουσεΐν Κάζεμ, Σοχράμπ Σεπέχρι, Σάντεκ Μπαριράνι, Χέσματ Τζαζάνι), ρεύμα που τα τελευταία χρόνια επιβαλλόταν όλο και περισσότερο στα έργα των Μανουτσέχρ Σαφαρζαντέ, Μπεχμπαχάνι, Άλι Ρεζά Μοναβάρι. Αλλά η αληθινή ιδρύτρια του ιρανικού υπερρεαλισμού υπήρξε η ζωγράφος Ιράν Νταρούντι. Από τους γλύπτες, αξιόλογος είναι ο Τανάβολι.
Επιπλέον, στο αρχιτεκτονικό πεδίο είναι αξιοσημείωτη η ανανεωτική εξόρμηση των ετών αυτών, που βρίσκει μερικές από τις καλύτερες εκφράσεις της στις νέες συνοικίες της Τεχεράνης και στο μνημείο Σαχγιάντ, στη ζώνη του αεροδρομίου της Τεχεράνης, έργα του Χουσεΐν Εμανάτ.Το θέατρο είναι ένα σχεδόν άγνωστο λογοτεχνικό είδος στο Ι., κυρίως επειδή συχνά καταδικάζεται από τη θρησκεία. Λογοτεχνικό θέατρο αναπτύχθηκε μόνο από το δεύτερο μισό του 19ου αι., αποκλειστικά κατά μίμηση του ευρωπαϊκού. Τα σπουδαιότερα έργα του ιρανικού λαϊκού θεάτρου έχουν θρησκευτική προέλευση: οι περίφημες ταζίγιε (κατά λέξη νεκρώσιμοι θρήνοι), που συχνά παρομοιάζονται με τα ευρωπαϊκά μεσαιωνικά μυστήρια και οι οποίες πηγάζουν από τη δραματική αναπαράσταση του μαρτυρίου, ή μάλλον του θανάτου σε άνιση μάχη, του ήρωα και θρησκευτικού αρχηγού (ιμάμη) σιίτη Χουσεΐν (Χοσεΐν), στην Καρμπάλα, το 680, εναντίον των πολυαριθμότερων δυνάμεων των Ομεϊαδών. Ο θάνατος του Χουσεΐν από παλιά μνημονευόταν επετειακά με πένθος, θρήνους και νεκρώσιμες λιτανείες. Η ανάγνωση πένθιμων ποιημάτων, οι αναμνηστικές νεκρώσιμες λιτανείες και άλλες παρόμοιες τελετές μετατρέπονταν σε ιερές παραστάσεις, τις ταζίγιε. Ο χρόνος γέννησής τους είναι αβέβαιος. Βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι κανείς Ευρωπαίος ταξιδιώτης δεν αναφέρει τέτοιες δραματικές παραστάσεις στο Ι. πριν από το 1781. Η σκηνή ή θέατρο των ταζίγιε, που ονομάζεται τακιέ, είναι πολύ απλή: ένα κρεβάτι, καναπέδες, πολυθρόνες και, σε περίπτωση ανάγκης, ο τάφος ως αναφορά πένθους. Οι μάχες, τα ταξίδια με καραβάνια πραγματοποιούνται γύρω από τη στρογγυλή σκηνή που βρίσκεται στο κέντρο. Όλους τους ρόλους, ακόμα και τους γυναικείους, τους υποδύονται έφηβοι. Της απαγγελίας του δράματος προηγείται ένα είδος κηρύγματος σχετικά με μια περικοπή του Κορανίου, που χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αφήγηση. Εκείνο που προκαλούσε πάντοτε την έκπληξη των Ευρωπαίων είναι η βαθιά εντύπωση που δημιουργούσε το θέαμα στους θεατές, παρά το γεγονός ότι η σκηνή ήταν τελείως απλή. Ωστόσο, οι ταζίγιε δεν έχουν όλες θέμα στενά χουσεϊνικό· πολλές έχουν βιβλικό θέμα, ενώ άλλες έχουν τελείως αποδεσμευτεί ακόμα και από το να διαβάζονται περικοπές σχετικές με τα γεγονότα της Καρμπάλα. Το καθεστώς του Ρεζά Σαχ (1925-41) είχε απαγορεύσει τις ιερές αυτές παραστάσεις, που ενίοτε φανάτιζαν τον απλό λαό σε σημείο που ήταν επικίνδυνο για τους εξέχοντες σουνίτες ή άλλους αιρετικούς να εμφανίζονται στους δρόμους κατά τις ημέρες του πένθους. Με το τυπικά πιο δημοκρατικό καθεστώς που ακολούθησε την παραίτηση του Ρεζά Σαχ ακόμα και οι φανατικοί οπαδοί των ταζίγιε ανέκτησαν μέρος της ελευθερίας τους. Παράλληλα με αυτό το θρησκευτικό θέατρο, αναπτύχθηκαν και άλλες μορφές θεάματος. Αξίζει να αναφερθούν τα θεάματα των μίμων (τακλίντ), των κλόουν (μασχαρέ-μπαζ), που βασίζονται στην απαγγελία λαϊκών σατιρικών στίχων, και του θεάτρου των σκιών, που έχει σήμερα εξαφανιστεί, με τον κυριότερο ήρωά του Κατσάλ παχλαβάν (φαλακρό ήρωα), αντίστοιχο του δικού μας Καραγκιόζη, καθώς και του κουκλοθέατρου. Μέχρι την επικράτηση της ισλαμικής επανάστασης το νεότερο ιρανικό θέατρο βρισκόταν υπό ξένη επίδραση. Τα πρώτα δράματα του είδους, και ίσως και τα καλύτερα, υπήρξαν οι μεταφράσεις και οι διασκευές στην περσική των ηθογραφικών κωμωδιών του προοδευτικού Τουρκο-Αζέρου Μιρζά Φατάλι Ατσούντοβ (1812-1878), που και αυτός με τη σειρά του ήταν επηρεασμένος από το ρωσικό και το δυτικοευρωπαϊκό θέατρο. Και ο Αρμένιος πρίγκιπας Μάλκομ Χαν, που ασπάστηκε τον ισλαμισμό, έγραψε, την εποχή του Νασροντίν Σαχ (1848-1896) θεατρικά έργα προορισμένα περισσότερο για να διαβάζονται παρά να παίζονται. Ανάμεσα στους σύγχρονους δραματουργούς, ίσως ο καλύτερος είναι ο Νουσίν στον οποίο, λόγω της αριστερής ιδεολογίας του, έχει απαγορευτεί κάθε δραστηριότητα στο Ι. Πάντως, στον θεατρικό τομέα, το Ι. απέχει πολύ από τα ύψη που στη μακραίωνη ιστορία του κατέκτησε σε άλλα λογοτεχνικά είδη.Στο Ι. ο κινηματογράφος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου αιώνα, χάρη στον σάχη Mουζαφαροντίν, που έφερε μια μηχανή προβολής από το Παρίσι αποκλειστικά για τη βασιλική Αυλή. Η πρώτη δημόσια αίθουσα κινηματογράφου εγκαινιάστηκε στην Tεχεράνη το 1913. Παρά την προπαγάνδα της κριτικής, των κινηματογραφικών λεσχών και του ιρανικού ινστιτούτου κινηματογράφου, που ιδρύθηκε το 1949, η κινηματογραφική στάθμη της χώρας έμεινε για αρκετό διάστημα προσκολλημένη σε ένα σταθερά χαμηλό επίπεδο, χωρίς πολιτιστικούς δεσμούς με την ιρανική πραγματικότητα. Το είδος που είχε τη μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό ήταν το περιπετειώδες-αισθηματικό φιλμ, τα πιο σημαντικά δείγματα του οποίου είναι Ο ληστής του λιμανιού (1954) του Άχμαντ Σιράζι και Ο νότος της πόλης (1958), πρώτο έργο του ιδρυτή της εθνικής ταινιοθήκης Φαρόχ Γκαφάρι, στον οποίο οφείλεται το πιο ώριμο έργο Η νύχτα του καμπούρη (1964).
Από τη δεκαετία του 1960 η ιρανική παραγωγή άρχισε να βγαίνει από το περιορισμένο περιβάλλον της και να αντιμετωπίζει με όλο και μεγαλύτερη σιγουριά τα κυριότερα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Αρχικά με μια μεγάλη σειρά ταινιών μικρού μήκους, δημιουργημάτων, μεταξύ άλλων, των Xουσάνγκ Σάφτι και Άχμαντ Φαρούγι, και ύστερα με μια σειρά αξιόλογων ταινιών, βραβευμένων συχνά έργων νεαρών κινηματογραφιστών, δημιουργών μιας ενήλικης και ανανεωμένης κινηματογραφίας, ικανής να αντικρίζει με στοργικό ενδιαφέρον –που δεν στερείται ειρωνείας και κριτικής– τον λαό και τα προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν από τη σύγκρουση μεταξύ των αρχαίων παραδόσεων και της ώθησης προς τον δυτικό τρόπο ζωής. Στο ρεύμα αυτό περιλαμβάνεται το φιλμ Ο καθρέφτης και το τούβλο (1964) του Iμπραχίμ Γκολεστάν, ενός από τους πιο ικανούς Ιρανούς σκηνοθέτες ακόμα και στον τεχνικό τομέα. Η ώθηση αυτή για ανανέωση, όμως, περιέλαβε, τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μια μειονότητα σκηνοθετών, οι περισσότεροι από τους οποίους εξακολούθησαν να υπακούουν σε εμπορικά κριτήρια, προτιμώντας την αισθηματολογία, τις λαϊκές παραδόσεις και την περιπέτεια.
Το 1972 οργανώθηκε για πρώτη φορά το διεθνές φεστιβάλ της Tεχεράνης. Πολυάριθμοι είναι οι Ιρανοί σκηνοθέτες που αξίζει να αναφερθούν, αρχίζοντας από τον Σοχράμπ Σαχίντ-Σαλές, τον πρώτο δημιουργό του ιρανικού νέου κύματος, έργα του οποίου είναι, μεταξύ άλλων: Μια απλή υπόθεση (1973), Νεκρή φύση, που τιμήθηκε με την ασημένια Άρκτο στο φεστιβάλ του Bερολίνου το 1974, και Στο εξωτερικό (1975).
Άλλοι αξιόλογοι δημιουργοί είναι η ποιήτρια Φορούγ Φαροχζάντ, νικήτρια, το 1966, του μεγάλου βραβείου στο Oμπερχάουζεν με το φιλμ Το σπίτι είναι μαύρο· ο Nασούντ Kιμιάι, με τα φιλμ Nτας Aκόλ (1970), Mπαλούτς (1971) και Το ζαρκάδι (1974)· ο Mπαχράμ Mπεϊζάι, ο οποίος στο φιλμ Το μπουρίνι (1971) περιγράφει την ιστορία ενός νεαρού δασκάλου και των σχέσεών του με τους μαθητές ενός επαρχιακού σχολείου και ο οποίος το 1974 γύρισε το αρκετά καλό φιλμ Ο ξένος και η ομίχλη· ο Δαρείος Mεχρτζούι, δημιουργός της ταινίας Η αγελάδα (1968), μιας δραματικής κωμωδίας με θέμα τη ζωή των εργατικών τάξεων στο Ι., και της ταινίας Ο ταχυδρόμος (1972). Αναφέρουμε επίσης τους σκηνοθέτες Παρβίζ Kιμιάβι (Οι Μογγόλοι, 1973), Xουσάνγκ Γκολσαΐρι (Σαζντέ Eχτετζάπ, 1974), Αμπάς Κιαροστάμι (Η γεύση του κερασιού, 1997) που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, Τζαφάρ Παναχί (Ο κύκλος, 2000) που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, Μπαχμάν Γκομπαντί (Μεθυσμένα άλογα, 2000) και Μοσέν Μαχμαλμπάφ (Κανταχάρ, 2001).Η σπουδαιότητα της ιρανικής μουσικής στο παρελθόν υπήρξε αποφασιστική, τόσο στο τεχνικό επίπεδο όσο και στο ιδεολογικό, δηλαδή το πνευματικό και το φιλοσοφικό. Τα πρώτα στοιχεία χρονολογούνται από την εποχή των Σασσανιδών (3ος-8ος αι.). Η μελέτη των αρχαίων αυτών στοιχείων έχει μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί προσφέρει μια εικόνα της μουσικής κατάστασης του περσικού χώρου πριν από τη μουσουλμανική κατάκτηση και καταδεικνύει την καταγωγή πολλών χαρακτηριστικών μη αραβικής προέλευσης που απαντώνται, σε φανερές μορφές, στη μεγάλη εκφραστική παράδοση του ισλαμισμού. Την εποχή των Σασσανιδών η μουσική εκπλήρωνε μια λειτουργία συχνά κυριαρχική στη θρησκευτική δραστηριότητα. Οι μεγάλοι μουσικοί δάσκαλοι της εποχής εκείνης ήταν ο Ραμτίνε, ο Μπαμσάντε, ο Νακίσα, ο Αζαντβαρέ-τσανγκί, ο Σαρκάσε και ο Μπαρμπάδ, θεωρητικοί και ψάλτες που εργάστηκαν στις βασιλικές Αυλές. Σύμφωνα με τους Πέρσες συγγραφείς, ο σημαντικότερος από τους μουσικούς αυτούς ήταν ο Μπαρμπάδ, όχι μόνο για τη γονιμότητα της έμπνευσής του αλλά και για το πνευματικό βάθος όλων των έργων του, ικανών να ερμηνεύσουν κάθε στιγμή τα πάθη και τα αισθήματα των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν φυσικά, αυτοί που κωδικοποίησαν τη μουσική εκείνη την περίοδο, όπως ο Μπαρμπάδ και οι άλλοι, να δημιούργησαν εκ του μηδενός τα πλούσια μουσικά τους συστήματα· προφανώς καθόρισαν σε κανόνες μια εκφραστική κληρονομιά που υπήρχε ήδη υπό αυθόρμητη ή σχεδόν αυθόρμητη μορφή.
Όταν οι Άραβες εισέβαλαν στη χώρα, βρήκαν έναν πληθυσμό που είχε πια φτάσει σε ένα επίπεδο πολιτισμού ανώτερο από το δικό τους και κατά συνέπεια αφομοίωσαν πολλά πολιτιστικά στοιχεία της χώρας που κατέκτησαν και όχι μόνο αυτά που είχαν σχέση με τη μουσική. Μερικοί από τους περίφημους μουσικούς και τραγουδιστές του ισλαμικού κόσμου, ακόμα και σε περιοχές πολύ μακρινές από το Ι., είναι περσικής καταγωγής. Ανάμεσα σε αυτούς, συγκαταλέγεται ο μεγάλος Νασίτ και ο Σάεμπ Χατίρ, που υπήρξε δάσκαλος του Αμπντουλάχ ιμπν Τζάφαρ. Η αραβική κυριαρχία είχε σημαντικές συνέπειες στην ανάπτυξη της περσικής μουσικής. Οι λαοί του Ι. δέχτηκαν, στην πλειονότητά τους, τη νέα θρησκεία, αλλά αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη μουσική πρακτική που συνδεόταν με τη λατρεία, όπως, αντίθετα, πρόσταζε η διδασκαλία του Μωάμεθ. Οι Πέρσες πέτυχαν τον σκοπό τους, αλλά αναγκάστηκαν να κατευθύνουν την ηχητική εκφραστική εξέλιξή τους σε μορφές στενά μονωδιακές, απαρνούμενοι την παράδοσή τους που ήταν πλούσια σε πολυφωνικές δομές, είτε φωνητικές είτε ενόργανες. Η σύνθεση μεταξύ της παραδοσιακής εκφραστικότητας των ιρανικών λαών και της αραβικής σοφίας απέφερε τους καλύτερους καρπούς της την εποχή της μεγαλύτερης λαμπρότητας της ισλαμικής αυτοκρατορίας και σήμερα παρουσιάζεται υπό υβριδικές και παραφθαρμένες μορφές, αν όχι καθαρά παρακμασμένες.
Ιδιαίτερη μνεία, για το ειδικό ενδιαφέρον της, αξίζει η μουσική που συνοδεύει τις γυμναστικές ασκήσεις που πραγματοποιούνται στους λεγόμενους ζουρ-χάνε, τους οίκους δύναμης. Στις παλαίστρες, οι άντρες εκτελούν γυμναστικές ασκήσεις με όργανα που θυμίζουν, λόγω της μορφής τους, τα πιο αρχαία όπλα του περσικού πολιτισμού: βαριές ξύλινες ράβδους, μεταλλικά τόξα, στα οποία η χορδή έχει αντικατασταθεί από μια αλυσίδα, και ρόπαλα διαφόρων μεγεθών. Μια πατροπαράδοτη μουσική συνοδεύει πάντοτε τις ασκήσεις που εκτελούνται στους οίκους δύναμης. Η μουσική αυτή είναι κατά ένα μέρος ενόργανη και κατά ένα μέρος φωνητική. Η πρώτη εκτελείται με ένα τύμπανο που καθορίζει, με περίπλοκους ρυθμούς, τις κινήσεις των σωμάτων. Η δεύτερη συνίσταται σε επικλήσεις, προσευχές και λυρικά κείμενα, των οποίων η λειτουργία είναι κυρίως ψυχολογική, έχει δηλαδή σκοπό να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα έντασης και αυτοσυγκέντρωσης, να διεγείρει τον ψυχισμό των γυμναζομένων σε ένα είδος ενεργού έκστασης. Τα κείμενα των τραγουδιών που συνοδεύουν τις γυμναστικές συγκεντρώσεις στους οίκους δύναμης αντλούνται κυρίως από κλασικά έργα, από το Βιβλίο των βασιλέων του Φιρντούσι, παραδείγματος χάριν, ή από τα έργα του Σανάι, λυρικού ποιητή του 12ου αι. Οι ασκήσεις στους ζουρ-χάνε έχουν επίσης έναν εμφανή θρησκευτικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ακριβώς η μουσική που συνοδεύει τις συγκεντρώσεις στους οίκους της δύναμης αποτελεί ένα από τα κλειδιά της ηχητικής εκφραστικότητας του προϊσλαμικού Ι.Πόλεις και χωριά. Καθρέφτης της Περσίας που συνεχίζει τις ευγενείς παραδόσεις κουλτούρας και πολιτισμού είναι το Ισπαχάν (Εσφαχάν), η μεγαλύτερη έκφραση του κόσμου των πόλεων κατά τους τελευταίους αιώνες της λαμπρότητάς του. Επίσης είναι πνευματικό, καλλιτεχνικό και εμπορικό κέντρο· για πολύ καιρό υπήρξε κέντρο εμπορικών διακινήσεων και συναλλαγών με μακρινές επαρχίες.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ιρανικές πόλεις που αντιπροσωπεύουν τα χαρακτηριστικά πολεοδομικά στοιχεία της αλλοτινής Περσίας, έκφραση ενός μοναδικού τρόπου σύλληψης της ζωής, της εργασίας, της θρησκείας και της τέχνης: Σιράζ, Κερμάν, Γιαζντ, Ταμπρίζ (Ταυρίδα), Μασχάντ κ.ά.
Αντίθετα η Τεχεράνη, με τις όψεις της που συνδέονται με την πιο πρόσφατη ιστορία της χώρας, είναι μια σύγχρονη πόλη, που ενσαρκώνει το σημερινό Ι., έστω και με τρόπο όχι τελείως απαλλαγμένο από την παράδοση, την οποία διακρίνει κανείς πάντα στην ιρανική αστυφιλία, στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, στις εκλεπτυσμένες εκδηλώσεις της, η αρχαία λαμπρότητα των οποίων αντανακλάται στα βασιλικά ανάκτορα του Γκολεστάν.
Έξω από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, συχνά πάρα πολύ απομακρυσμένα και σκόρπια, είναι τα χωριά, όπου η απουσία ανάπτυξης είναι το αντιπροσωπευτικό στοιχείο που επικρατεί. Όσα βρίσκονται στις στέπες ή στις μικρές οάσεις στους πρόποδες των βουνών έχουν τη μορφή των οχυρωμένων χωριών, των κάλα. Από μακριά, μέσα από τη γεμάτη σκόνη ατμόσφαιρα, φαντάζουν σαν μυθικά φρούρια. Σταδιακά, όμως, διακρίνονται καλύτερα και αποκαλύπτουν το μέγεθος της εξαθλίωσής τους. Οι κάτοικοι ζουν σαν αιχμάλωτοι, παλεύοντας με τα φαντάσματα της στέπας, πίσω από τα ψηλά τείχη που φθείρονται από τον άνεμο και τον ήλιο. Η ύπαρξή τους συνδέεται κατά μεγάλο μέρος με τα κανάτ, υπόγειες σήραγγες, καρπός εργασίας γενιών ολόκληρων, που τροφοδοτούν τα χωριά με νερό.
Την ημέρα οι κάτοικοι βγαίνουν από τα χωριά και πηγαίνουν στην εργασία τους, στους αγρούς ή στους γύρω χώρους, όπου οδηγούν τα κοπάδια τους για βοσκή. Το βράδυ όλοι επιστρέφουν και οι εσωτερικές αυλές ζωντανεύουν. Γυρίζουν επίσης και τα κοπάδια στις στάνες που βρίσκονται και αυτές στις εσωτερικές αυλές. Πρόκειται για μια ζώνη κοινή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα, που δεν διαφέρει από εκείνη των νομάδων (με τη διαφορά ότι η μόνιμη εγκατάσταση δεν παρουσιάζει καμιά ασφάλεια και είναι οικονομικά και κοινωνικά αβέβαιη). Στα μεγαλύτερα χωριά υπάρχει το μικρό τζαμί, που διευθύνεται από τον μουλά, πρόσωπο μεγάλης σπουδαιότητας στη ζωή της κοινότητας, που απαιτεί την αυστηρή τήρηση των μουσουλμανικών κανόνων.
Οι μεγάλες νομαδικές φυλές. Το περιφερειακό Ι. είναι πιο πλούσιο σε λαϊκές παραδόσεις. Και αυτό, γιατί εκεί βρίσκονται οι μεγάλες νομαδικές φυλές, ιδιαίτερα συντηρητικές, που ζουν έως σήμερα σε συνθήκες πλήρους αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Αυτό ισχύει κυρίως για τις μεγάλες φυλές των Κούρδων, των Μπαχτιάρων και των Κασκάι.
Κάθε φυλή έχει τον χαν της, τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό της, από τον οποίο εξαρτώνται αρχηγοί, υπαρχηγοί και μικροί αρχηγοί πατριών· η εξουσία του είναι κληρονομική και ο πλούτος του, σε ορισμένες περιπτώσεις, τεράστιος. Δεν είναι σπάνιο θέαμα, στο φωτεινό τοπίο του νότου, η σκούρα, ογκώδης παρουσία ενός τυπικού πέτρινου μεσαιωνικού κάστρου και πάνω σε έναν μικρό λόφο η χειμερινή διαμονή ενός χαν. Ολόγυρα, απλώνεται η έκταση των μαύρων τσαντιριών των υπηκόων, ενώ ανάμεσά τους διακρίνονται πρόβατα, βόδια και καμήλες που βόσκουν. Είναι οι ημινομαδικές φυλές, δηλαδή εκείνες που μετακινούνται με μακριές πορείες και ανεβαίνουν στο υψίπεδο κατά το καλοκαίρι για να εγκατασταθούν σε άλλη πατροπαράδοτη στάθμευση.
Το μαύρο τσαντίρι είναι η ίδια η ζωή των νομάδων. Τα πιο φτωχικά διαθέτουν μόνο έναν χώρο, ενώ τα πιο πλούσια χωρίζονται σε δύο: στο ένα μέρος συγκεντρώνονται οι άντρες, ενώ στο άλλο (στο πίσω), που χρησιμοποιείται και για τα οικιακά σκεύη και τρόφιμα, μένουν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Την ημέρα, στο μαύρο τσαντίρι, κατά μήκος των τοίχων βρίσκονται τυλιγμένα σε ρολό τα χαλιά που στρώνονται για τον βραδινό ύπνο. Μέσα στο τσαντίρι τριγυρίζουν συχνά κοτόπουλα, κότες και κατσικάκια.
Ο αριθμός των νομάδων στο Ι. είναι ακόμα πολύ υψηλός, γι’ αυτό και υπήρξε ανέκαθεν δύσκολη η επιρροή της κεντρικής κυβέρνησης, η οποία σπάνια μπόρεσε να επιβάλει την εξουσία του νόμου της στις φυλές που βρίσκονται σε συνεχή μετακίνηση. Ισχύ νόμου με σημαντική επιρροή και δύναμη στους νομάδες έχει η θρησκευτική εξουσία, ο μουλάς, που έχει επίσης και δικαστική αρμοδιότητα.
Οι Τουρκομάνοι, πολεμική φυλή της κεντρικής Ασίας, ζουν στη μεγάλη πεδιάδα στα ανατολικά της Κασπίας θάλασσας και αποτελούν εθνολογικά μέρος του μεγάλου λαού που ζει στο σημερινό Τουρκμενιστάν. Κατά τους περασμένους αιώνες, αδιαφορώντας για κάθε είδους σύνορα, ζούσαν κάνοντας επιδρομές και ληστεύοντας τα χωριά, ενώ βρίσκονταν μονίμως σε πόλεμο με τον σάχη. Και σήμερα ακόμα το έδαφός τους δεν θεωρείται σίγουρο. Μιλούν μια τουρκική διάλεκτο και έχουν δική τους λογοτεχνία. Φέρουν μογγολικά χαρακτηριστικά και φορούν τον χαρακτηριστικό στρογγυλό γούνινο σκούφο.
Οι Κούρδοι, αδελφοί με εκείνους που ζουν στην ορεινή ζώνη, η οποία εκτείνεται μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ, είναι μία από τις πιο αρχαίες φυλές του Ι. και διατηρούν ζωντανό το αίσθημα της εθνικής και φεουδαρχικής ανεξαρτησίας. Ζουν σε χωριά πέντε ή έξι μήνες τον χρόνο, από την εποχή της σποράς έως την εποχή της συγκομιδής, και ύστερα μετακινούνται με τα ζώα τους προς εύφορες βοσκές. Οι γυναίκες τους έχουν μεγάλη επιρροή στις υποθέσεις της πατριάς, ενώ μερικές έχουν τεθεί αρχηγοί φυλής.
Οι λαοί του Ζάγρου. Οι Μπαχτιάροι είναι μία από τις σπουδαιότερες φυλές του Ι. και αποτελούν τμήμα του μεγαλύτερου λαού των Λούριων. Αν και είναι ποιμενικός λαός, πολλοί από αυτούς κατά τα τελευταία χρόνια προμήθευσαν το μεγαλύτερο μέρος των εργατικών χεριών στη βιομηχανία του πετρελαίου.
Σήμερα οι Μπαχτιάροι διαμένουν στα βουνά του Ζάγρου. Ο τεράστιος αριθμός ζώων που εκτρέφουν απαιτεί αλλαγή εποχιακού τόπου· είναι συγκλονιστικό θέαμα η συνάντηση, κατά τις μετακινήσεις τους, των τεράστιων φαλαγγών βοδιών, κατσικιών, γαϊδουριών και αλόγων, τις οποίες σκιάζουν οι μεγάλοι όγκοι από τις καμήλες.
Οι Κασκάι, τέλος, αποτελούν την πιο σπουδαία φυλή του Ι., που θεωρείται η πιο πολυάριθμη και πιο προοδευμένη. Πρόκειται για ημινομάδες τουρκικής ή τουρκομογγολικής καταγωγής. Ακολουθώντας τα κοπάδια τους, ζουν σε σκηνές, εννέα μήνες τον χρόνο. Ωστόσο, καλλιεργούν καλά τη γη, τον χειμώνα στις ζεστές ζώνες του νότου και το καλοκαίρι στις ορεινές κοιλάδες. Οι καλλιέργειές τους είναι ποικίλες· σιτάρι και καλαμπόκι παράγονται σε αφθονία και είναι εξαιρετικής ποιότητας. Όμως, είναι κυρίως κτηνοτρόφοι. Οι φυλές των αλόγων τους είναι εκλεκτές και εκτιμώνται πολύ, όπως και των προβάτων τους, από το μαλλί των οποίων φτιάχνονται οι περίφημοι στον κόσμο τάπητες.
Το έδαφος όπου ζει αυτή η φυλή βρίσκεται κοντά στον Αραβικό κόλπο εκεί που υπάρχουν οι πετρελαιοπηγές. Τον Απρίλιο αφήνουν τις περιοχές όπου περνούν τον χειμώνα και κατευθύνονται στις ορεινές καλοκαιρινές βοσκές.
Τα περσικά χαλιά. Η προέλευση της τέχνης των χαλιών χάνεται μέσα στους αιώνες και η αξία τους –όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και ευρύτερη, για την τεράστια υπομονή που απαιτεί η ύφανση και η επεξεργασία ενός χαλιού φτιαγμένου σύμφωνα με την αρχαία τεχνική που μεταβιβάστηκε μέσα από τους αιώνες– γίνεται αντιληπτή αν εξεταστεί προσεκτικά το υφάδι τους· προκαλεί κατάπληξη ο απίστευτος αριθμός κόμπων που απαιτεί η ύφανση ενός χαλιού, έστω και μικρών διαστάσεων. Αρκεί να σκεφτούμε πως πρόκειται για εκατομμύρια κόμπων, εκτελεσμένων όλων με το χέρι σύμφωνα με ένα σχέδιο, τις πιο πολλές φορές περίπλοκο και πλουσιότατο σε ποικιλία χρωματισμών.
Στο Ι., το χαλί είναι απαραίτητο εξάρτημα του σπιτιού· ο φτωχός το χρησιμοποιεί για να κοιμηθεί, να προσευχηθεί, να φάει, να υποδεχτεί τον φιλοξενούμενό του. Είτε στο μέγαρο του πλούσιου είτε στην καλύβα του φτωχού, το χαλί είναι παρόν· το χαλί του φτωχού, το κιλίμι (κιλίμ) δεν έχει κόμπους και είναι απλά υφασμένο. Το κιλίμι είναι από τα πιο αρχαία είδη, που το χρησιμοποιούσαν ακόμα και οι Σουμέριοι στις κατοικίες τους.
Τα χαλιά παίρνουν συνήθως την ονομασία της πόλης ή της περιοχής όπου κατασκευάζονται (Σιράζ, Ισπαχάν, Ταμπρίζ, Κασάν, Χαμαντάν κλπ.) και κάθε περιοχή του Ι. έχει να παρουσιάσει μια διαφορετική ποιότητα. Ο ισλαμισμός απαγόρευσε στο χαλί την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής και γι’ αυτό έως τον 19ο αι. αυτή εμφανίζεται αρκετά στιλιζαρισμένη. Αργότερα, η λαϊκή τέχνη επέστρεψε στις αρχαίες παραδόσεις και στα θέματα εμφανίστηκαν και πάλι οι φανταστικές μορφές των βασιλιάδων, των ηρώων και τα μοτίβα των όμορφων κοριτσιών. Ακόμα και σήμερα, η τεχνική για τη χρωματική βαφή του χαλιού, η εκλογή του σχεδίου και η ύφανση δεν διαφέρουν από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
Μία από τις αρχαιότερες φυλές του Ι., οι Κασκάι, φημίζονται για τα υπέροχα χαλιά τους. Αφού τα υφάνουν, τα χτυπούν και ύστερα τα βουτούν στο τρεχούμενο νερό των ποταμών, για να διατηρήσουν όλη τη χρωματική ομορφιά τους. Καθημερινό θέαμα είναι η θέα των χαλιών στους χωματόδρομους, και μάλιστα στους πιο πολυσύχναστους, αλλά φαίνεται ότι είναι αναγκαία για το τελικό αποτέλεσμα και μια ιδιόμορφη μεταχείριση· πράγματι, μόλις βγει από τον αργαλειό το χαλί παρουσιάζει ακόμα επιφάνεια πολύ χοντρή και πυκνή, που δεν την προτιμούν οι αγοραστές. Το απλώνουν, λοιπόν, στη μέση του δρόμου, το εκθέτουν στις καιρικές μεταβολές, στο χώμα, στα πατήματα των περαστικών και των ζώων, στις ρόδες των οχημάτων και ύστερα από μερικές ημέρες το σηκώνουν, λερωμένο βέβαια, αλλά τέλεια επιπεδωμένο και έτοιμο για την τελευταία κατεργασία πριν από την πώληση: το πλύσιμο σε τρεχούμενο νερό.Τα θρησκευτικά κινήματα. Οι Άραβες εισήγαγαν τον ισλαμισμό στη χώρα του Ζωροάστρη. Όμως, πρόκειται μόνο για ένα μέρος της μουσουλμανικής θρησκείας, το οποίο ακολουθείται σε όλο το Ι.: ο σιιτικός ισλαμισμός. Πράγματι, λίγο αργότερα η λατρεία του Μωάμεθ μεταβιβάστηκε ολότελα σχεδόν στον διάδοχό του, Άλι (του οποίου η εικόνα βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τα δημόσια κέντρα του χώρας), ενώ οι ιμάμηδες θεωρούνται μάρτυρες της θρησκείας. Ο Άλι, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ, είναι θαμμένος στη Νατζάφ, στο Ιράκ, και για τους σιίτες το προσκύνημα σε αυτή την πόλη είναι πιο επιθυμητό από το προσκύνημα στη Μέκκα. Ο σιίτης προσπαθεί να προσκυνήσει τον τόπο αυτό όσο ζει, αλλά αν δεν τα καταφέρει αφήνει διαθήκη με την επιθυμία να ταφεί εκεί.
Η μορφή του Χουσεΐν, που δολοφονήθηκε στη μάχη της Καρμπάλα, κατέχει πρώτη θέση στη σιιτική λατρεία και για να τιμήσουν τον θάνατό του, που συνέβη τη δέκατη ημέρα του μήνα Μοχάραμ, οι σιίτες θεωρούν περίοδο πένθους όλο τον μήνα ενώ τη δέκατη μέρα –την Ασούρα– τελούν λιτανεία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι άντρες, γυμνοί έως τη μέση, αυτομαστιγώνονται και επιδίδονται σε έναν τελετουργικό χορό που τους οδηγεί σε κατάσταση παραληρήματος. Τον μήνα Μοχάραμ, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα η επέτειος του δράματος του πάθους ταζίγιε, που αναπαριστά επεισόδια της ζωής του Χουσεΐν. Με τη δολοφονία του Χουσεΐν συνδέεται και το σύμβολο που βρίσκεται σε όλα τα προσκυνήματα των σιιτών· πρόκειται για ένα στιλιζαρισμένο χέρι που, σύμφωνα με τον θρύλο, αναπαριστά το ακρωτηριασμένο χέρι του Χουσεΐν, αλλά πιθανολογείται ότι το σύμβολο αυτό είναι λείψανο προϊσλαμικών τελετουργιών.
Όχι αποκλειστική της σιιτικής θρησκείας, αλλά πολύ ζωντανή σε αυτήν, είναι η θεωρία της τακίγια, δηλαδή της επίσημης άδειας να αρνηθεί ο πιστός την πίστη του σε περίπτωση απειλής ή ανάγκης. Έχει τις ρίζες της στους διωγμούς που υπέστη αρχικά αυτή η θρησκευτική μειονότητα. Συνεχιζόμενη ανά τους αιώνες και γενικευμένη, προέρχεται ίσως από ορισμένη ψυχική στάση των Ιρανών, ακόμα και σε ζητήματα που δεν αφορούν τη θρησκεία. Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σιιτικής θρησκείας είναι ο τίτλος του μουτζτάχιτ, που αποδίδεται στους μουλάδες (μουσουλμάνους ιερείς) εκείνους που διακρίνονται κατά κάποιον τρόπο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Όλες οι μεγάλες πόλεις του Ι. έχουν έναν ή περισσότερους μουτζτάχιτ. Οι ιμάμηδες είναι σχεδόν όλοι θαμμένοι έξω από το Ι., στην Αραβία ή στο Ιράκ, αλλά η σπανιότητα των προσκυνημάτων, που ήταν συνέπεια του γεγονότος αυτού, αντισταθμίστηκε με άλλους τρόπους: με την τάση των σιιτών να δημιουργούν και να προσκυνούν μεγάλους αγίους και μάρτυρες, οι τάφοι των οποίων γίνονται τόποι προσκυνήματος. Έτσι, για παράδειγμα, τελούνται προσκυνήματα στην Κομ, όπου βρίσκεται ο τάφος της Φάτιμα Χανούμ, αδελφής του ιμάμη Ρεζά, ή στον ναό της Μασχάντ (που σημαίνει τόπος μαρτυρίου), αφιερωμένο στον όγδοο ιμάμη, Ρεζά.
Ωστόσο, τα πιο μυστικιστικά στοιχεία του ισλαμισμού στο Ι. αντιπροσωπεύονται από τους δερβίσηδες, αυτούς που στέκονται στην πόρτα, που ζητιανεύουν δηλαδή, με έναν φανατικό συχνά εκφυλισμό των ασκητικών μορφών που εφάρμοζε η παλαιά αίρεση των σούφι με τους οποίους σε διάφορες περιόδους συγχέονταν οι δερβίσηδες. Ο σουφισμός κατά τον Μεσαίωνα επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία και την ποίηση του Ι. και καταπολεμήθηκε άγρια από τους σιίτες, γιατί η διδασκαλία του, ατομικιστική και αναρχική, απειλούσε τις ίδιες τις ρίζες της αγιολογίας που στηριζόταν στην αποκλειστικά θεία φύση των ιμάμηδων.
Επιπλέον, υπάρχουν μειονότητες οπαδών του βαχαϊσμού, που εκτιμώνται για τις ανθρωπιστικές και ουτοπιστικές θεωρίες τους, οι οποίες αποβλέπουν σε μια παγκόσμια ειρήνη, και των οπαδών της διδασκαλίας του Ζωροάστρη ή Ζαρατούστρα (γκαμπρ), που ζουν κυρίως στην Κερμάν και στη Γιαζντ.
Η γιορτή της Νόου Ρουζ. Η θρησκευτική εποχή αρχίζει σε όλο το Ι. με την πρωτοχρονιά, τη Νόου Ρουζ, στις 21 Μαρτίου. Εκείνη την ημέρα η πόλη, στολισμένη με σημαίες, κατακλύζεται από άντρες με κόκκινα γένια, βαμμένα με χένα (κινά). Και τα ζώα ακόμα έχουν τις χαίτες και τις ουρές βαμμένες κόκκινες και στολισμένες με λουλούδια. Ολόκληρη η πόλη κατακλύζεται από μια εορταστική ατμόσφαιρα και κάθε πολίτης, πλούσιος ή φτωχός, μετέχει με εξαιρετική προθυμία. Η Νόου Ρουζ διαρκεί δεκατρείς ημέρες και κατά την περίοδο αυτή όλοι ανταλλάσσουν επισκέψεις, δώρα και ευχές με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Οι θρησκευτικές τελετές είναι τρεις: η παραμονή, η ημέρα της Νόου Ρουζ και η δέκατη τρίτη ημέρα. Στο γεύμα της παραμονής συγκεντρώνονται όλα τα μέλη της οικογένειας γύρω από το τραπέζι, στο οποίο σερβίρεται ένα ειδικό πιάτο από ρύζι και χορταρικά. Δώδεκα ημέρες διαρκούν οι εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ η δέκατη τρίτη είναι αφιερωμένη σε μια νέα ανοιξιάτικη επαφή με τη φύση: όλοι περνούν την ημέρα στην ύπαιθρο, στην εξοχή ή στους κήπους της πόλης. Οι παραδόσεις αυτές είναι σεβαστές σε όλο το Ι.· στο Ισπαχάν, όμως, προσκτούν ιδιαίτερη σημασία από το γεγονός ότι συρρέουν σε αυτό χιλιάδες προσκυνητές από όλα τα μέρη της χώρας.Η Τεχεράνη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι διαθέτει πρωτότυπη και χαρακτηριστική κουζίνα. Μάλλον ο νότος είναι εκείνος που υπαγορεύει κανόνες στον τομέα της εκλεπτυσμένης γαστρονομίας, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με την πολυσύνθετη κουζίνα του Σιράζ.
Το κυριότερο φαγητό που τρώγεται όλο τον χρόνο σε πολλά σπίτια της Τεχεράνης είναι ένα είδος μάλλον πηχτής σούπας, που αποτελείται από χορταρικά. Από πάνω ρίχνουν πηχτό γάλα, συστατικό δανεισμένο από την τουρκική κουζίνα. Αυτό το φαγητό αρκεί για να δείξει τις διαφορές ανάμεσα στις άλλες ασιατικές κουζίνες και στην ιρανική, που μπορεί να οριστεί στο σύνολό της πιο απλή και λιγότερο εκλεπτυσμένη από την κινεζική, με την οποία τη συνδέει το ρύζι, που κυριαρχεί πάντα, μαγειρεμένο με μάνγκο, πιο φυτοφαγικό και περισσότερο απλό από το αραβικό.
Με την ευκαιρία της ιρανικής πρωτοχρονιάς, συνηθίζεται να τρώγονται οι επτά τροφές, που επιλέγονται ανάμεσα από τα εξής: σπόρους βρασμένου σιταριού, αρωματικά χόρτα, χυμό βρασμένου πράσινου σιταριού, ξίδι, ελιές, σκόρδο και αδίαντο (πολυτρίχι).
Εκείνο που τονίζει τον φυσικό και υγιεινό χαρακτήρα της ιρανικής κουζίνας είναι η σημαντική θέση που κατέχουν τα φρούτα, στα οποία η χώρα είναι πολύ πλούσια. Το σταφύλι (ανγκούρ) ιδιαίτερα, του οποίου υπάρχουν εβδομήντα ποικιλίες, τα πεπόνια (καρμπούζε) με εκλεκτή γεύση, τα βερίκοκα (ζαρνταλού) και τα μήλα (σιμπ) καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες με κάθε φαγητό.
Στις πόλεις και στις κωμοπόλεις μπορεί κάποιος να γευματίσει σε εστιατόρια που με την τυπική μορφή τους αποτελούνται από ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, όπου οι πελάτες κάθονται γύρω από μικρά ξύλινα τραπέζια. Στις δυτικές περιοχές, το πιάτο που προτιμάται είναι το τσελό καμπάπ, δηλαδή ρύζι με φέτες αρνίσιου κρέατος, μαγειρεμένο ποικιλοτρόπως. Υποχρεωτικά συνοδευτικά εδέσματα είναι τα κρεμμύδια και οι ντομάτες, ανάμεικτες με πιπεριές και γιαούρτι.
Με το ρύζι, που αποτελεί το βασικό στοιχείο της ιρανικής κουζίνας, παρασκευάζονται διάφορα εδέσματα. Εκτός από το τσελό καμπάπ, μεγάλη κατανάλωση στην Τεχεράνη έχει και το τσελό τζουτζέτ (βραστό ρύζι, ζεματισμένο με βούτυρο που συνοδεύεται με κοτόπουλο ψημένο στη σούβλα), το τσελό τοχμ-ε-μοργ (βραστό ρύζι περιχυμένο με κρόκους αβγών) και, τέλος, το κάτε, ρύζι μαγειρεμένο με τον τρόπο των κατοίκων της Μαζανταράν, περίπου όμοιο με το δικό μας πιλάφι, ζεματισμένο με λίπος αρνιού και καρυκευμένο με μπαχαρικά, που συνοδεύει ψάρι ή κρέας.
Το κρέας που συνηθίζεται είναι το αρνίσιο (γκουστ-ε-γκουσφάντ). Μαγειρεύεται συνήθως ψητό στη σούβλα, σε παϊδάκια ή σε σουβλάκια. Αρκετά περιζήτητο είναι το καμπάπ που φτιάχνεται από αμελέτητα αρνιού. Επίσης, με το κρέας παρασκευάζονται φαγητά πιο περίπλοκα, που τα περισσότερα έχουν την προέλευσή τους από τον βορρά. Τέτοια είναι η περίπτωση των σάμι λάπε, ενός είδους τηγανίτας από κρέας αρνιού, με αβγά, πιπέρι, ζάχαρη, ζαφορά και γιαούρτι.
Το γιαούρτι δεν λείπει ποτέ από τις γαρνιτούρες των φαγητών. Αρκετά γνωστό είναι το εσφενάτζ-βα-μοστ, σπανάκι με γιαούρτι. Αλλά το γιαούρτι δεν απουσιάζει ούτε από τις σούπες που παρασκευάζονται με ψιλοκομμένα χορταρικά ή με ζωμό κρέατος, φυσικά χωρίς ζυμαρικά.
Μία από τις πιο γνωστές σούπες είναι η άσε σακ (χορτόσουπα) που παρασκευάζεται με σπανάκι, κανέλα, πιπέρι, λίπος και γιαούρτι. Οι σάλτσες που συνοδεύουν το ρύζι ή τις γαρνιτούρες έχουν όλες ως βάση το κρεμμύδι. Οι πιο γνωστές είναι οι χορέστ κάιμε και χορέστ λούμπια. Μετά το γεύμα ακολουθεί συνήθως τσάι, καθώς η ιρανική κουζίνα δεν είναι πολύ πλούσια σε γλυκίσματα.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 ζούσαν στο Ι. περίπου 60 Έλληνες.
Το περσικό χαβιάρι είναι από τα περιζήτητα του κόσμου (φωτ. ΑΠΕ).
Η χρήση του τσαντόρ από τις γυναίκες είναι υποχρεωτική στο Ιράν (φωτ. ΑΠΕ).
Στρατιωτική επίδειξη στον Περσικό κόλπο, έξω από το σημαντικότερο λιμάνι του Ιράν, Μπαντάρ-Αμπάς (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρακτηριστικό εστιατόριο στο οποίο μπορεί κανείς να απολαύσει τα τυπικά φαγητά της ιρανικής κουζίνας που έχει μακρά παράδοση.
Ανάμεσα στα τυπικά φαγητά της ιρανικής κουζίνας είναι το «τσελό καμπάπ», αρνίσιο κρέας με ρύζι, με τον απαραίτητο κρόκο που συνοδεύεται από τσάι.
Χαρακτηριστικό φαγητό της ιρανικής κουζίνας, τα σουβλάκια ψαριού με ρύζι, που συνοδεύονται από το «ντουγ», ποτό πολύ κοινό, το οποίο παράγεται από πηγμένο γάλα.
Πλύσιμο χαλιών στο Ιράν. Η ταπητουργία συνδέεται με την άφθονη παραγωγή μαλλιού στη χώρα και έχει λαμπρή παράδοση.
Σπάνιο δείγμα περσικού χαλιού, από τα παλιά αυτοκρατορικά εργαστήρια της Αρντεμπίλ (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Στάδιο της ύφανσης και επεξεργασίας των περίφημων περσικών χαλιών, στοιχείου αναπόσπαστου των σπιτιών και των σκηνών του ιρανικού λαού.
Πλανόδιος πωλητής στους δρόμους του Ισπαχάν.
Αθλητές σε «οίκο δύναμης».
Ο Ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι (αριστερά) με τον Ιταλό συνάδελφό του Φραντζέσκο Ρόζι, κατά τη διάρκεια του 12ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στην Αθήνα, το 1999 (φωτ. ΑΠΕ).
«Ο σάχης Φατ Άλι μάχεται εναντίον των Ρώσων», μικρογραφία του 19ου αι., που βρίσκεται σε χειρόγραφο της Ινδικής Βιβλιοθήκης του Λονδίνου.
Το Θέατρο της Τεχεράνης.
Η «ιουάν» του τεμένους Μαστζίντ-ε-Σαχ στο Ισπαχάν.
Η στέγη του «Τεμένους της Παρασκευής» στο Ισπαχάν, που χτίστηκε τον 11ο αι. στη θέση του τεμένους των Αββασιδών.
Κεφάλι πρίγκιπα από λαζουρίτη, στο οποίο είναι φανερή κάποια ελληνιστική επίδραση (Αρχαιολογικό Μουσείο Τεχεράνης).
Ο τρούλος του μαυσωλείου του Σαχ Τσεράγ στη Σεράζ, το οποίο θεωρείται ιερός τόπος προσκυνήματος για τους σιίτες μουσουλμάνους, αποτελεί εξαίρετο δείγμα ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Λεπτομέρεια της πύλης εισόδου του Μαστζίντ-ε Σαχ (Τέμενος του Βασιλιά) του Ισπαχάν, της ιστορικής πόλης του Ιράν.
Το ανάκτορο του Δαρείου Α’ στην Περσέπολη.
«Πάλη λιονταριού με ταύρο», ανάγλυφο στο παλάτι του Δαρείου στην Περσέπολη.
Λεπτομέρεια χρυσού αγγείου του 9ου αι. π.Χ. από το φρούριο της Χασανλού (Αρχαιολογικό Μουσείο Τεχεράνης).
Η Πύλη του Ξέρξη στην Περσέπολη·τα γλυπτά, που απεικονίζουν γιγαντιαίους ταύρους, αλλού ανάγλυφα και αλλού πάλι περίοπτα, μαρτυρούν ασσυριακές επιδράσεις.
Ο τάφος του Κύρου του Μεγάλου στις Πασαργάδες.
Ο Ναντερπούρ, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της σύγχρονης περσικής λογοτεχνίας.
Ανάγλυφο ελαμιτικής τέχνης, στο πάνω μέρος στήλης που βρέθηκε στα Σούσα και χρονολογείται στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Χρυσό ρυτό με προτομή φτερωτού λέοντα, έργο της εποχής των Αχαιμενιδών (Αρχαιολογικό Μουσείο Τεχεράνης).
Σφηνοειδής γραφή σε χρυσή πλάκα που βρέθηκε στα θεμέλια της Απαδάνα, στην Περσέπολη.
Σκηνή από μικρογραφία εμπνευσμένη από το ποίημα του Νιζαμί για τους έρωτες του Σασσανίδη βασιλιά Χοσρόη και της Αρμενοπούλας Σιρίν (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
«Ο Εσφανταγιάρ γκρεμίζει τον Γκουργκσάρ από το άλογο με τη θηλιά», μικρογραφία από το «Βιβλίο των βασιλέων» του Φιρντούσι, του κορυφαίου Πέρση επικού ποιητή, στα κείμενα του οποίου εξυμνείται με την έκφραση κάποιας νοσταλγίας το αρχαίο μεγαλείο των Περσών βασιλιάδων (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Χειρόγραφο του 16ου αι. μ.Χ., από φύλλα χουρμαδιάς, όπου είναι γραμμένη η «Αβέστα», το ιερό βιβλίο του ζωροαστρισμού.
Ο συγγραφέας Σαλμάν Ρούσντι, για τον οποίο εκδόθηκε «φετβά» από τους μουλάδες ηγέτες του Ιράν (φωτ. ΑΠΕ).
Τον Μάιο του 1997 εξελέγη πρόεδρος του Ιράν ο Μοχάματ Χατάμι (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πρώην πρόεδρος του Ιράν Χασεμί Ραφσαντζανί (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από την εξέγερση της Ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, τον Φεβρουάριο του 1979 (φωτ. ΑΠΕ).
Παρέλαση στη Τεχεράνη για την επέτειο της λήξης του πολέμου με το Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Μεχντί Μπαζαργκάν ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της ισλαμικής επαναστατικής κυβέρνησης στο Ιράν, τον οποίο διόρισε ο αγιατολάχ Χομεϊνί (φωτ. ΑΠΕ).
Η δυναστεία των Παχλεβί, που ανέβηκε στον θρόνο το 1925, εγκαινίασε πολιτική συνεργασία με τη Δύση. Στη φωτογραφία, η τελετή στέψης του Mοχάματ Pεζά Παχλεβί και της συζύγου του Φαράχ Ντιπά, το 1967.
Ο τελευταίος σάχης της Περσίας Μοχάματ Ρεζά Παχλεβί (φωτ. ΑΠΕ).
Ο μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης Αγιατολάχ Χομεϊνί (φωτ. ΑΠΕ).
Η περικεφαλαία του Σαχ Αμπάς, της δυναστείας των Σαφαβιδών (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Ο «θρόνος των παγωνιών», έργο της εποχής του Φατχ Άλι Σαχ, ιδρυτή της περσικής δυναστείας των Κατζάρων, που ηγεμόνευσε τη χώρα έως το 1925? επί της βασιλείας του, η Ρωσία απέκτησε (1813) από την Περσία τα εδάφη της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν (Εθνική Τράπεζα Τεχεράνης).
Ο θεός Άχουρα Μάζντα δίνει στον Αρντασίρ, ιδρυτή της σασσανιδικής δυναστείας, τον δακτύλιο της εξουσίας (βασιλικό δακτυλίδι), σε πέτρινο ανάγλυφο της Νακς-ε-Ρούσταμ.
Ο σημαντικότερος από τους βασιλιάδες της δυναστείας των Σασσανιδών, Χοσρόης Α’, όπως εικονίζεται στο αποκαλούμενο «κύπελλο του Σολομώντα» (Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού).
Περσική μικρογραφία του 15ου αι., που εικονίζει μάχη μεταξύ Μογγόλων και Περσών (Αυτοκρατορικό Ανάκτορο, Τεχεράνη).
Παράσταση του «βωμού του πυρός», σύμβολο του ζωροαστρισμού, σε ασημένιο νόμισμα του Σαπούρ Α’, του 3ου αι. μ.Χ. (Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία).
Χαρτονόμισμα των 200 ιρανικών ριάλ που εκδόθηκε το 2001.
Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ Α’ (522-485 π.Χ.) Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΑΣΣΑΝΙΔΩΝ (224-642 μ.Χ.)
Η Περσική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της ισχύος της επί Δαρείου Α’, ο οποίος αναδιοργάνωσε τα εσωτερικά του κράτους του και προσάρτησε σε αυτό νέα εδάφη· στη φωτογραφία, λεπτομέρεια από ανάγλυφο της αρχαίας πρωτεύουσας των Αχαιμενιδών Περσέπολης που εικονίζει στρατιώτες της βασιλικής φρουράς (Αρχαιολογικό Μουσείο Τεχεράνης).
Φράγμα στο Κεζελοζάν του Ιράν, που χρησιμοποιείται, εκτός από την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, και για αρδευτικούς σκοπούς.
Εγκατάσταση εξαγωγής πετρελαίου, προϊόντος που αποτελεί τη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή του Ιράν και καλύπτει το 90% των εξαγωγών του.
Οι σιδηροδρομικές γραμμές του Ιράν καλύπτουν συνολικό μήκος 6.200 χλμ. (φωτ. ΑΠΕ).
Θερισμός σιταριού στο Ιράν.
Το Ισπαχάν, που βρίσκεται σε μία όαση στο εσωτερικό του υψιπέδου, έχει διατηρήσει τα επιβλητικά αρχιτεκτονικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά της εποχής των Σαφαβιδών.
Οι άφθονες βροχοπτώσεις στα βόρεια του Ιράν δημιουργούν συχνά καταστροφικές πλημμύρες (φωτ. ΑΠΕ).
Νεαρή Ιρανή με παραδοσιακή ενδυμασία.
Το ιρανικό τσιτάχ είναι ένα από τα ταχύτερα ζώα του κόσμου· η ταχύτητά του ξεπερνάει τα 112 χιλιόμετρα την ώρα (φωτ. ΑΠΕ).
Στις περισσότερες ορεινές περιοχές του Ιράν η συγκοινωνία πραγματοποιείται σε χωματόδρομους ή σε μονοπάτια (φωτ. ΑΠΕ).
Οι ποταμοί που κατεβαίνουν από την εξωτερική πλαγιά του Ζάγρου χάνονται σε μία εκτεταμένη και ιδιόρρυθμη «αμφίβια» περιοχή, στις ακτές του Περσικού κόλπου.
Το μεγαλειώδες φράγμα του Αμίρ Κεμπίρ, 70 χλμ. ΒΔ της Τεχεράνης, που εξασφαλίζει την ύδρευση της πρωτεύουσας του Ιράν.
Δορυφορική φωτογραφία του δέλτα του ποταμού σέφιντ, στην Κασπία θάλασσα, στο βορειοδυτικό Ιράν (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Άποψη των ορέων Ελμπούρζ, που υψώνονται στο βόρειο τμήμα του Ιράν.
Δορυφορική φωτογραφία της περιοχής της ιρανικής πρωτεύουσας, Τεχεράνης (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Το Τέμενος της Φάτιμα στην Κομ, την «ιερή πόλη» των σιιτών, όπου συρρέουν πολυάριθμοι προσκυνητές.
Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)
Γυναίκες και παιδιά που ανήκουν στη φυλή των Κασκάι, ημινομάδων τουρκικής ή τουρκομογγολικής προέλευσης, εγκατεστημένων στα βουνά του Ζάγρου.
Πετρελαιαγωγοί στη ζώνη της Αχβάζ.
Dictionary of Greek. 2013.